Τι θα πουν σήμερα στη Βουλή οι Ελληνες Ερευνητές

11/02/2016

Άκουσε το άρθρο

Η Ενωση Ελλήνων Ερευνητών απέστειλε   στον Πρόεδρο της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών     Υποθέσεων της Βουλής Καθηγητή Κώστα Γαβρόγλου, τις προτάσεις    επί του Εθνικού διαλόγου για την Παιδεία, οι οποίες θα διατυπωθούν στη σημερινή συζήτηση στη Βουλή.

 Ειδικότερα οι προτάσεις έχουν ως εξής:

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Η  Ένωση Ελλήνων Ερευνητών (ΕΕΕ) θεωρεί ότι ο διάλογος για την Παιδεία δεν πρέπει να περιορίζεται στην Εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, αλλά να είναι αλληλένδετος με αυτόν για την Έρευνα και Καινοτομία. Ειδικότερα για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ο ενιαίος διάλογος Παιδείας-Έρευνας θα αποτελέσει και το μέσο για τη δημιουργία του Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας. Μέσω του Ενιαίου Χώρου, οι φορείς της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και της Έρευνας της χώρας μας (ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα) θα αποτελέσουν ένα αλληλοσυμπληρούμενο, δυναμικό σύστημα, το οποίο θα αξιοποιήσει, θα συνδυάσει και θα μεγιστοποιήσει τα πλεονεκτήματα που έχουν οι δύο επιμέρους χώροι. Άλλωστε τα ΑΕΙ και τα Ερευνητικά Κέντρα (ΕΚ) αποτελούν αμφότερα χώρους δημιουργίας και προώθησης νέας γνώσης και θέτουν τα θεμέλια για νέους ποιοτικούς τύπους εργασίας και επιχειρηματικότητας που βασίζονται στη γνώση, την τεχνολογία και την καινοτομία.

Η διασύνδεση των ΕΚ και των ΑΕΙ θα πρέπει να υλοποιηθεί στη βάση της δικτυακής οργάνωσης που θα στηρίζεται στη διαφορετικότητα, την αυτοτέλεια και τη συμπληρωματικότητα των δύο χώρων και θα ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση και τη συνέργεια μεταξύ ΑΕΙ, ΕΚ και του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού της χώρας. Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να υπάρξει σύγκλιση των θεσμικών πλαισίων ώστε να έχουμε μεγιστοποίηση του ερευνητικού αποτελέσματος αλλά και της μετάδοσης της παραγόμενης γνώσης. Απαιτούνται επίσης θεσμοί που θα ενισχύουν την απρόσκοπτη κινητικότητα του επιστημονικού δυναμικού στον Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.

Όσον αφορά στον ερευνητικό ιστό της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) αυτός αποτελεί έναν εξαιρετικά παραγωγικό και δυναμικό κλάδο, όπως αποδεικνύεται και από τα αποτελέσματα της τελευταίας διεθνούς αξιολόγησης των Ερευνητικών Κέντρων (2014), τους δείκτες Έρευνας & Ανάπτυξης του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, καθώς και τις επιδόσεις των Ερευνητικών Κέντρων (ΕΚ) στο 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο της ΕΕ για την Έρευνα [ ,  ,  ] (Παράρτημα: Πίνακας 1).

Αντίθετα με τα επιτεύγματα του ελληνικού ερευνητικού ιστού στον τομέα της έρευνας, στην καινοτομία η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως «Innovation follower» σε παγκόσμιο επίπεδο (μελέτη «Contributors and Detractors: Ranking Countries’ Impact on Global Innovation» 2015)[ ], και στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται ως “Moderate innovator” με επιδόσεις κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο [ ].

Το ελληνικό κράτος αλλά και η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έδωσαν τα τελευταία χρόνια βαρύτητα στην καινοτομία, σε αντίθεση με χώρες που βρίσκονται σε οικονομική κρίση όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, οι οποίες προσέλκυσαν επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα (μελέτη Deutsche Bank 2012)[ ]. Οι δαπάνες του ελληνικού κράτους, αλλά και των ελληνικών ιδιωτικών επιχειρήσεων για έρευνα και τεχνολογία, τα τελευταία χρόνια είναι χαμηλότερες σε σχέση με την Πορτογαλία και την Ιρλανδία. Επίσης, χαρακτηριστικό είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν χαμηλό ποσοστό αιτήσεων ευρεσιτεχνίας. Προτείνεται  η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, η επένδυση στην εκπαίδευση, η σύνδεση της έρευνας με την εκπαίδευση, η σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την επιχειρηματική καινοτομία, η υποστήριξη της σύστασης επιχειρηματικών δικτύων καινοτομίας, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων στον τομέα της τεχνολογίας, η καλύτερη απορροφητικότητα των κοινοτικών κονδυλίων που έχουν σχέση με καινοτομία και τεχνολογία, η διάχυση της καινοτομίας, η αύξηση των δαπανών του κράτους και των εταιρειών σε έρευνα και τεχνολογία και η στροφή της ελληνικής οικονομίας σε πιο καινοτόμους κλάδους έντασης τεχνολογίας και καινοτομίας.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας είναι το επιστημονικό/ερευνητικό δυναμικό της (Παράρτημα: Εικόνα 1). Ο ελληνισμός διαθέτει περίπου το 3% των επιστημόνων κορυφαίας εμβέλειας παγκοσμίως, αν και ο πληθυσμός της Ελλάδας και των Ελλήνων διεθνώς αντιστοιχεί μόνο στο 0,15% και 0,20% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Στο ερευνητικό αυτό δυναμικό η χώρα μας θα έπρεπε να επενδύσει, τόσο για την ανάπτυξή της (Παράρτημα: Εικόνα 2), όσο και για την αναχαίτιση του ακραία εκφυλιστικού φαινομένου της διαρροής Ελλήνων επιστημόνων προς το εξωτερικό.

Δυστυχώς όμως, τα τελευταία χρόνια οι Κυβερνήσεις της χώρας ακολούθησαν μια πολιτική που απείχε πολύ από την ενίσχυση της Παιδείας, της Έρευνας και της Καινοτομίας. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Eurostat οι κρατικές πιστώσεις για Έρευνα και Ανάπτυξη (Ε&Α) αποτέλεσαν το 0,44% του ΑΕΠ της χώρας για το 2014 και το 0,43% για το 2015 [ ]. Η δυσμενής αυτή πολιτική περιέλαβε επίσης αλλεπάλληλες μειώσεις της επιχορήγησης προς τα Ερευνητικά Κέντρα της ΓΓΕΤ (σε ποσοστό που προσέγγισε το 68% από το 2008 μέχρι και το 2015) και προς τα ΑΕΙ, περικοπές στους μισθούς Ερευνητών και Καθηγητών ΑΕΙ, περικοπές σε ενταγμένα στο ΕΣΠΑ ερευνητικά έργα, κ.λπ. [ ]. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η επιχορήγηση των Ερευνητικών Κέντρων λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για την εθνική οικονομία, δεδομένου ότι για κάθε ευρώ που επενδύει το κράτος στα ΕΚ αυτά «αποδίδουν» στην οικονομία» από 3 έως 7 ή και περισσότερα επιπλέον ευρώ (ανάλογα με το θεματικό αντικείμενο έρευνας), από ευρωπαϊκούς, διεθνείς και ιδιωτικούς πόρους, ενώ οι αλλεπάλληλες περικοπές δεν αποτέλεσαν ποτέ μνημονιακή υποχρέωση της χώρας. Επιπλέον, στα ΕΚ δεν έχουν γίνει προσλήψεις Ερευνητών μετά το 2008, ενώ το ερευνητικό προσωπικό αποψιλώνεται από συνταξιοδοτήσεις και από φυγή στο εξωτερικό, καθώς και γηράσκει.

Τμήμα της προαναφερθείσας πολιτικής αποτέλεσε και η ψήφιση του Ν. 4310/2014 για την Έρευνα, Τεχνολογική Ανάπτυξη και Καινοτομία (ΕΤΑΚ), η οποία πραγματοποιήθηκε παρά την καθολική εναντίωση της ερευνητικής κοινότητας.  Η εναντίωση αυτή αφορούσε και αφορά τόσο στη «φιλοσοφία», όσο και στο περιεχόμενο του νόμου, ο οποίος –μεταξύ άλλων– δεν κινείται σε μια πραγματικά αναπτυξιακή λογική, δεν υποστηρίζει τη δημιουργία Ενιαίου Χώρου Εκπαίδευσης και Έρευνας, ενώ προωθεί μία νέου τύπου κρατικοδίαιτη και όχι υγιή, καινοτόμο επιχειρηματικότητα  [ ,  ,  , ]

Με την τρέχουσα απόπειρα «τροπολόγησης» του Ν. 4310/2014 από το ΥΠΠΕΘ, παραμένουν προς εφαρμογή, η αντιαναπτυξιακή λογική και οι αντιφάσεις που ο νόμος αυτός περιέχει.
Ειδικότερα, ο Ν. 4310/2014 και οι τροποποιήσεις του, που περιλαμβάνονται στο νέο σχέδιο νόμου του ΥΠΠΕΘ, εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από την απουσία εξαιρετικά σημαντικών ρυθμίσεων για την ανάπτυξη του εθνικού ερευνητικού συστήματος, την ανάσχεση της συνεχιζόμενης διαρροής Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό και την κατοχύρωση βασικών μεταρρυθμίσεων που έχει άμεση ανάγκη ο δημόσιος ερευνητικός ιστός, οι οποίες –μεταξύ άλλων– αφορούν στα παρακάτω [ , , , ]:

Ι. Χάραξη και χρηματοδότηση Εθνικής Ερευνητικής Πολιτικής.

ΙΙ. Δημιουργία Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.

ΙΙΙ. Αντιμετώπιση του κατακερματισμού του δημόσιου ερευνητικού ιστού.

ΙV. Εκδημοκρατισμός του προτύπου διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων.

Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι προτάσεις της Ένωσης επί των τεσσάρων προαναφερθέντων βασικών αξόνων.

Ι. Χάραξη και χρηματοδότηση Εθνικής Ερευνητικής Πολιτικής

Η ανάγκη ύπαρξης μεθοδικού σχεδίου και αποτελεσματικής προώθησης της επιστημονικής έρευνας και τεχνολογίας αποτελεί μια από τις βασικές πρόνοιες του Ν. 1514/1985 (καταστατικός νόμος για την έρευνα), στο νομοθετικό κείμενο του οποίου αφιερώνεται σχετικό κεφάλαιο (Γ, άρθρα 5, 6, 7) υπό τον τίτλο “Πρόγραμμα Ανάπτυξης Έρευνας και Τεχνολογίας, ΠΑΕΤ”, το οποίο ψηφίζεται από τη Βουλή των Ελλήνων, είτε ως τμήμα του πενταετούς οικονομικού προγράμματος της χώρας είτε αυτοτελώς.

Στην πράξη, ουδέποτε ψηφίστηκε από τη Βουλή ΠΑΕΤ. Η κάθε κυβέρνηση κατά πάγια πρακτική περιλάμβανε στο πρόγραμμά της ορισμένες γενικές διακηρύξεις περί έρευνας, χωρίς να δίνεται καμία συνέχεια στο ζήτημα.

Σημειώνουμε επίσης ότι, στην ανάλυση SWOT για το ελληνικό σύστημα Ε&Α που πραγματοποιήθηκε από τη Rand [A rapid review of the Greek research and development system, 2011, RAND Corporation] [ ], στις πρώτες θέσεις του πίνακα με τις αδυναμίες του ελληνικού ερευνητικού συστήματος εμφανίζονται: (α) «Έλλειψη συνεπούς και αξιόπιστης χρηματοδότησης, αταξία στον κύκλο προκηρύξεων, αναξιοπιστία στο χρόνο πληρωμής» και (β) «Έλλειψη εθνικής στρατηγικής, που οδηγεί σε έλλειψη προτεραιοτήτων και μιας συνεκτικής ερευνητικής κοινότητας». Οι ανωτέρω αδυναμίες δεν αντιμετωπίζονται θεσμικά στο σ/ν.

Αυτό που κρατά ζωντανή την ερευνητική δραστηριότητα στην Ελλάδα είναι κατ’ ουσία μια αντίστοιχη διαδικασία που με σοβαρότητα επιτελείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μορφή των Framework Programmes, τα οποία αποτελούν και το κύριο χρηματοδοτικό εργαλείο με το οποίο η Ε.Ε. χρηματοδοτεί επιστημονικές και τεχνολογικές δραστηριότητες. Πρόκειται για διαδικασία η οποία ξεκίνησε το 1984 και έκτοτε επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Η ΕΕΕ θεωρεί ότι ο αντίστοιχος εθνικός τακτικός στρατηγικός σχεδιασμός της έρευνας στη χώρα μας είναι επίσης επιβεβλημένος, όπως επιβεβλημένη είναι και η διασφάλιση των πόρων που απαιτούνται για την υλοποίησή του, ώστε η Ελλάδα να μην είναι πλέον μια από τις τελευταίες των χωρών της Ε.Ε και του ΟΟΣΑ ως προς την επένδυση σε Ε&Κ.

Αναγκαίος είναι, τέλος, ένας μηχανισμός αποτίμησης των αποτελεσμάτων κάθε υλοποιηθέντος πολυετούς προγράμματος ΕΤΑΚ, ο οποίος θα τροφοδοτεί με δεδομένα και εκτός όλων των άλλων θα υποβοηθά και τη χάραξη του επόμενου προγράμματος ΕΤΑΚ.

Με την προτεινόμενη τροπολόγηση του Ν. 4310/2014 στο σ/ν:

(α) υποβαθμίζεται η Εθνική Στρατηγική Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΑΚ), καθώς καταργείται η υποχρέωση για την ψήφιση της ΕΣΕΤΑΚ από τη Βουλή των Ελλήνων, υποχρέωση που περιλαμβανόταν και στους δύο νόμους για την ΕΤΑΚ, (Ν. 1514/1985 και Ν. 4310/2014).

(β) Ταυτόχρονα δεν θεσμοθετούνται ούτε ο μηχανισμός χάραξης της ΕΣΕΤΑΚ, ούτε ένα σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη χρηματοδότησή της. Με τον τρόπο αυτό δεν διασφαλίζεται σταθερή, ορθολογική χάραξη και υλοποίηση της ΕΣΕΤΑΚ (πέραν από τυχόν καιροσκοπικές πολιτικές), αλλά αντίθετα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε Υπουργού και του Γενικού Γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) να τη διαμορφώνει και να τη χρηματοδοτεί κατά το δοκούν [ ].

(γ) Επιπλέον, δεν προτείνεται απολύτως κανένα ορθολογικό και υλοποιήσιμο πρότυπο οργάνωσης και διακυβέρνησης ενός ενιαίου, εθνικού ερευνητικού ιστού (δημόσιου και ιδιωτικού) για την ανάπτυξη της Έρευνας και Καινοτομίας στη χώρα.

Πρόταση της ΕΕΕ:

➢    Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί ο μηχανισμός και οι διαδικασίες στη βάση των οποίων θα διαμορφώνεται και θα επικαιροποιείται η ΕΣΕΤΑΚ, καθώς και ένα σταθερό ρυθμιστικό πλαίσιο για τη χρηματοδότησή της. Η ΕΣΕΤΑΚ θα πρέπει να κατατίθεται σε δημόσια διαβούλευση και στη συνέχεια να ψηφίζεται από τη Βουλή των Ελλήνων.

➢    Οι κρίσιμοι θεματικοί τομείς της Έρευνας της χώρας θα πρέπει να διαμορφώνονται με βάση τα ελληνικά δεδομένα.

➢    Η  Ένωση τονίζει επίσης την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός μηχανισμού αποτίμησης των αποτελεσμάτων κάθε υλοποιηθέντος πολυετούς προγράμματος ΕΤΑΚ, ο οποίος θα τροφοδοτεί με δεδομένα και θα υποβοηθά και τη χάραξη της ΕΣΕΤΑΚ. Για τη διαμόρφωση της επόμενης ΕΣΕΤΑΚ απαραίτητη θεωρείται η άμεση αποτίμηση των ερευνητικών προγραμμάτων ΕΠΑΝ και ΕΣΠΑ.

ΙΙ. Δημιουργία Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας

Το πρώτο «λιθαράκι» για τη δημιουργία Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (ΑΕ&Ε) τέθηκε στο Ν. 4009/2011 για την Ανώτατη Εκπαίδευση (κυρίως στα Άρθρα 39 και 42), με στόχο την ισοτιμία, ώσμωση και συνέργεια σε ισότιμη βάση των ΑΕΙ και των Ερευνητικών Κέντρων.

Δυστυχώς, έκτοτε, δεν υπήρξε νομοθετική συνέχεια ενώ το προτεινόμενο σ/ν δεν εμβαθύνει στις συνέργειες ΑΕΙ και ΕΚ και επιτείνει τη διακριτή μεταχείριση των Ερευνητών και των ΕΚ, σε σχέση με τους Καθηγητές και τα ΑΕΙ, καθώς:

(α) Δεν επικαιροποιεί, ούτε επεκτείνει, ως όφειλε, το άρθρο 42 του Ν. 4009/2011 που θέτει τη βάση της συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ. Η ενδυνάμωση αυτής της συνεργασίας είναι σήμερα, σε περίοδο κρίσης, περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ανθρώπινων και λοιπών πόρων.

(β) Επιπλέον, η διακριτή μεταχείριση Καθηγητών και Ερευνητών γίνεται φανερή στις διαφορές που αφορούν στην επίβλεψη διδακτορικών διατριβών, όπου ο Ερευνητής δεν μπορεί να είναι κύριος επιβλέπων (δίχως σωρεία προϋποθέσεων), στο βασικό μισθό, στην καταβολή της μισθοδοσίας (από τον τακτικό προϋπολογισμό του Κράτους για τους πρώτους και την επιχορήγηση ή τα ερευνητικά προγράμματα για τους δεύτερους), στη συμμετοχή στη διοίκηση των οργανισμών, κ.λπ. Πέραν όμως όλων αυτών, η διαφοροποίηση και η άνιση μεταχείριση επεκτείνεται και με τη ρύθμιση που εντάσσει τους συνεργαζόμενους Καθηγητές στο προσωπικό των ΕΚ, αλλά δεν εντάσσει αντίστοιχα τους συνεργαζόμενους με τα ΑΕΙ Ερευνητές στο προσωπικό των ΑΕΙ.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι σε αντίθεση με το ό,τι συμβαίνει με τους Καθηγητές και το τακτικό προσωπικό των ΑΕΙ των οποίων η μισθοδοσία προέρχεται από τον τακτικό προϋπολογισμό του κράτους, στα ΕΚ η μισθοδοσία των Ερευνητών και του τακτικού προσωπικού στα μεν ΝΠΔΔ Κέντρα προέρχεται κυρίως από την εκάστοτε επιχορήγηση, στα δε ΝΠΙΔ καλύπτεται μέχρι σήμερα στο μεγαλύτερο τμήμα της από τα προγράμματα.

Η θεσμοθέτηση ρυθμίσεων στο πλαίσιο του Ενιαίου χώρου:

➢    θα ενισχύσει τη βασική έρευνα, που είναι προϋπόθεση sine qua non για την εφαρμοσμένη έρευνα και την ανάπτυξη της καινοτομίας, και

➢    θα διευκολύνει το σχεδιασμό εθνικής ερευνητικής στρατηγικής μέσα από την οργανική και συνδυασμένη αξιοποίηση του συνόλου του επιστημονικού – ερευνητικού δυναμικού της χώρας,
έχοντας ως αποτέλεσμα:

➢    την εξοικονόμηση και την ισορροπημένη κατανομή των κονδυλίων

➢    τις συνέργειες ΑΕΙ και ΕΚ σε μεταπτυχιακά και ερευνητικά προγράμματα

➢    τη μεγαλύτερη αξιοποίηση της υπάρχουσας τεχνογνωσίας και εξοπλισμού

➢    την πληρέστερη αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας

➢    την απρόσκοπτη κινητικότητα Ερευνητών, Καθηγητών, μεταπτυχιακών φοιτητών

➢    την επαρκέστερη κάλυψη των πιεστικότατων ελλείψεων προσωπικού τόσο των ΑΕΙ όσο και των ΕΚ

➢    την ισχυρή ώθηση στην παραγωγική διαδικασία της χώρας
Πρόταση της ΕΕΕ:

Για την καταρχήν θεσμοθέτηση του Ενιαίου Χώρου ΑΕ&Ε, η Ένωση προτείνει ως μέτρα προς άμεση θεσμοθέτηση:

➢    Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοτικά τμήμα της ερευνητικής δραστηριότητας αναλογεί στα ΑΕΙ και προκειμένου να διαμορφωθεί ο Ενιαίος Χώρος Εκπαίδευσης και Έρευνας, προτείνουμε τη διεύρυνση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ, http://www.esyp.gr/) με την ενσωμάτωση σε αυτό του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΣΕΚ) και τη μετονομασία του πρώτου σε «Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, Έρευνας και Καινοτομίας» (ΕΣΥΠΕΚ), το οποίο θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας, σε άμεση συνεργασία με τα συμβούλια τριτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.  Επιπλέον, θα πρέπει να προβλεφθεί μηχανισμός εκλογής των επιστημόνων, μελών του ΕΣΕΚ από την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα.

➢    Δεδομένου ότι θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός της αρχής αξιολόγησης από την αρχή χρηματοδότησης (μέχρι σήμερα αρμοδιότητες της ΓΓΕΤ για τα ΕΚ), η ΕΕΕ προτείνει ως αρμόδια αρχή για την αξιολόγηση των Ερευνητικών Κέντρων  και Ινστιτούτων την «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» (ΑΔΙΠ, ν. 4009/2011). Επιπλέον, η ΑΔΙΠ θα πρέπει να μετονομαστεί σε «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την Έρευνα» (ΑΔΙΠΑΕ), με στόχο να αποτελέσει σταδιακά τον ανεξάρτητο, ενιαίο φορέα αξιολόγησης όλων των ακαδημαϊκών και ερευνητικών φορέων της χώρας (για τη συγκριτική-συνολική μελέτη των στοιχείων της ερευνητικής δραστηριότητας σε ΑΕΙ και ΕΚ), στο πλαίσιο του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης-έρευνας, ενώ το Συμβούλιο της Αρχής θα πρέπει να διευρυνθεί με τη συμμετοχή περισσότερων Ερευνητών.

➢    Να εξειδικευτεί και να διασφαλιστεί η οριζόντια δικτύωση των μεγάλων δημόσιων Ερευνητικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ και ΕΚ), στα οποία βρίσκεται και μεγάλο τμήμα των εθνικών ερευνητικών υποδομών και τα οποία έχουν την έδρα τους σε ορισμένες μόνο Περιφέρειες της χώρας (όπως Αττικής, Κεντρικής Μακεδονίας και Κρήτης) με ερευνητικούς φορείς των λοιπών Περιφερειών. Τούτο, διότι πρέπει να αποφευχθεί ο άσκοπος πολλαπλασιασμός των ερευνητικών φορέων, οι αλληλοεπικαλύψεις στα ερευνητικά αντικείμενα εδραιωμένων ερευνητικών Ιδρυμάτων ή εκείνων που ενδεχομένως θα συσταθούν, για την απορρόφηση των κονδυλίων στο πλαίσιο της υλοποίησης του «smart specialization», και η πιθανή σπατάλη των ερευνητικών αυτών κονδυλίων, και βέβαια για να αποφευχθούν οι πελατειακές σχέσεις και η συνακόλουθη αναξιοκρατία. Ειδικότερα, σε μια εποχή κρίσης και αναγκαστικών περικοπών, είναι σημαντικό η έμφαση να δοθεί στη διασύνδεση των υπαρχόντων φορέων έρευνας με ομοειδή αντικείμενα, μέσω δικτυώσεων, και στην πλήρη αξιοποίηση και ενίσχυση του υπάρχοντος ερευνητικού δυναμικού, εξοπλισμού και τεχνογνωσίας, και όχι στην περαιτέρω διάσπαση του ερευνητικού ιστού και στον κατακερματισμό των εθνικών ερευνητικών πόρων.

➢    Το σύστημα ΑΠΕΛΛΑ θα πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί, επεκτείνοντας την ισχύ του και στα ΕΚ και τις κρίσεις ένταξης/εξέλιξης των Ερευνητών σε βαθμίδα.

➢    Θεσμοθέτηση ενός αριθμού υποτροφιών για υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδάκτορες, με χρηματοδότηση μέσω του τακτικού προϋπολογισμού σε κάθε Ερευνητικό Κέντρο.

➢    Δυνατότητα του Ερευνητή να ορίζεται κύριος επιβλέπων σε διδακτορική διατριβή δίχως την αναγκαιότητα ύπαρξης σχετικού Πρωτόκολλου Συνεργασίας σε επίπεδο ΑΕΙ και του οικείου ΕΚ. Για τον ορισμό αυτό να απαιτείται μόνο σχετική απόφαση του αρμόδιου οργάνου του οικείου ΑΕΙ. Η ρύθμιση αυτή διευκολύνει την απρόσκοπτη επίβλεψη διδακτορικών και από Ερευνητές.

➢    Άμεση εφαρμογή του Άρθρου 42 του Ν. 4009/2011, με προσθήκη στο σ/ν τροπολογίας που θα αποδεσμεύει την υπογραφή Πρωτοκόλλων Συνεργασίας μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ από τους εσωτερικούς κανονισμούς ΑΕΙ και ΕΚ, η οποία θα επιτρέπει επίσης τη σύναψη Πρωτοκόλλων μεταξύ Σχολής και Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου και Τμήματος ή Ερευνητικού Κέντρου ή Ινστιτούτου.

➢    Θεσμοθέτηση της δυνατότητας των ΕΚ της ΓΓΕΤ να συνδιοργανώνουν μεταπτυχιακά προγράμματα 2ου και 3ου κύκλου σπουδών και με ΑΕΙ της αλλοδαπής.

➢    Ενίσχυση της κινητικότητας μεταξύ ΑΕΙ και ΕΚ, Ερευνητών και Καθηγητών ΑΕΙ στο πλαίσιο ερευνητικών και εκπαιδευτικών αδειών, αποσπάσεων, μετακλήσεων κ.λπ.

➢    Να θεσμοθετηθεί η τριμελής εισηγητική επιτροπή για τη σύνταξη της εισηγητικής έκθεσης στις κρίσεις ένταξης/εξέλιξης των Ερευνητών σε βαθμίδα κατά αντιστοιχία με τα ΑΕΙ. Θεωρούμε αντιδεοντολογικό και αντίθετο με τις αρχές της ακαδημαϊκότητας και της ισονομίας, η εισηγητική επιτροπή να είναι μονοπρόσωπη και να αποτελείται μάλιστα από τον προϊστάμενο του κρινόμενου. Κατ’ αναλογία με ό,τι εφαρμόζεται στα ΑΕΙ, χρειάζεται και για τους Ερευνητές πρόβλεψη για να υπάρχει μία έκθεση ειδικών στο συγκεκριμένο επιστημονικό αντικείμενο του κρινόμενου, που θα αξιολογεί το έργο του, έτσι ώστε και ο Διευθυντής να υποβοηθείται στην κρίση του –ιδιαίτερα εάν δεν είναι γνώστης του αντικειμένου του κρινόμενου (ειδικά στα συγχωνευμένα/πολυθεματικά Ινστιτούτα)– και η αξιολόγηση του υποψηφίου να είναι όσο το δυνατόν πιο ευρεία και αντικειμενική.

➢    Εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου των πνευματικών δικαιωμάτων, spin-off και start-up εταιρειών ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη μεταφορά τεχνογνωσίας από τα ΑΕΙ και τα ΕΚ προς τον παραγωγικό ιστό της χώρας και ενίσχυση των καινοτόμων πρωτοβουλιών Ερευνητών και Καθηγητών.

ΙΙΙ. Αντιμετώπιση του κατακερματισμού του δημόσιου ερευνητικού ιστού

Σε μια εποχή που η χώρα βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση και η συνένωση δυνάμεων και πόρων αποτελούν ζητήματα κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξή της, ο κατακερματισμός του δημόσιου ερευνητικού ιστού όχι μόνο δεν αντιμετωπίζεται, αλλά ενισχύεται. Τα νέα ΕΚ και Ινστιτούτα του Ν. 4310/2014, η ίδρυση των οποίων δεν εντάσσεται σε κανένα εθνικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη του δημόσιου ερευνητικού συστήματος δεν καταργούνται στο σ/ν του ΥΠΠΕΘ. Ταυτόχρονα μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων ερευνητικών φορέων, εκτός ΓΓΕΤ, οι οποίοι δεν θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου (και ως εκ τούτου, π.χ., δεν θα αξιολογούνται).

Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο κατακερματισμός του εθνικού ερευνητικού ιστού, όχι μόνο δεν θα περιοριστεί, αλλά αντίθετα θα συνεχιστεί και θα ενταθεί, επιτρέποντας σε μεγάλο βαθμό την χωρίς κανόνες κατασπατάληση των ερευνητικών πόρων του Προγράμματος Πλαισίου 2014-2020.

Μια βασική μεταβολή που θα πρέπει να υπάρξει στο χώρο της Έρευνας, με στόχο την ενίσχυσή του, είναι η συγκέντρωση όλων των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και των ερευνητικών δραστηριοτήτων τους, τα οποία είναι διεσπαρμένα σε διάφορα Υπουργεία και υπηρεσίες και διέπονται από διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, σε μια ενιαία αρχή και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Το ίδιο ισχύει για τη διασπορά της χρηματοδότησης της Έρευνας σε διάφορα Υπουργεία, τα οποία δεν έχουν ενδεχομένως την απαραίτητη τεχνογνωσία για τη διαχείριση αυτών των κονδυλίων (π.χ., η ΓΓΕΤ διαθέτει Ειδικό Λογαριασμό για την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών κονδυλίων). Για το σκοπό αυτό θα πρέπει να υπάρξουν κίνητρα, αν όχι νομοθετικές ρυθμίσεις, από πλευράς της Πολιτείας. Η ΓΓΕΤ θα πρέπει να είναι ο κύριος φορέας που θα διαχειρίζεται τα χρήματα όλων των Υπουργείων που κατευθύνονται για Έρευνα, ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την Έρευνα δράσεις. Ως προς το κομβικό αυτό θέμα, η Ένωση έχει προτείνει την ύπαρξη συμπληρωματικών ρυθμίσεων, σύμφωνα με τις οποίες η ΓΓΕΤ, σε συνεργασία με λοιπά Υπουργεία, θα αναλαμβάνει για λογαριασμό τους τη διενέργεια προκηρύξεων, και τη διάθεση των κονδυλίων που κατευθύνονται για έρευνα, εθνικές ερευνητικές υποδομές και άλλες υποστηρικτικές για την έρευνα δράσεις.

Πρόταση της ΕΕΕ:

Για την αποφυγή του περαιτέρω κατακερματισμού του δημόσιου ερευνητικού ιστού και με στόχο τη συνένωση των λίγων διαθέσιμων πόρων, η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών προτείνει:

➢    Τη δημιουργία ρητής νομοθετικής πρόβλεψης, με βάση την οποία όσοι νέοι δημόσιοι ερευνητικοί οργανισμοί δημιουργούνται θα εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου για την ΕΤΑΚ, ή/και στη ΓΓΕΤ.

➢    Το πεδίο εφαρμογής του νόμου θα πρέπει επίσης να επεκταθεί και σε όλους τους υπάρχοντες, εκτός ΓΓΕΤ, δημόσιους ερευνητικούς φορείς που είναι δικαιούχοι δημόσιας χρηματοδότησης.

➢    Θεσμοθέτηση ενός συντονιστικού οργάνου για το συντονισμό της ερευνητικής πολιτικής και της διάθεσης ερευνητικών πόρων μεταξύ των διαφόρων Υπουργείων.

➢    Συνένωση δυνάμεων του αξιολογούμενου και καταξιωμένου δημόσιου ερευνητικού χώρου των ΑΕΙ και των ΕΚ. Οι πόροι για την Έξυπνη Εξειδίκευση των Περιφερειών θα πρέπει να αξιοποιηθούν μέσω συμπράξεων και δικτύων, μεταξύ των υπαρχόντων ΑΕΙ και ΕΚ ανά Περιφέρεια. Εάν χρειαστεί να ιδρυθούν νέοι ερευνητικοί οργανισμοί σε συγκεκριμένες Περιφέρειες, θα πρέπει να προβλέπεται ρητά ότι αυτοί θα εντάσσονται στα ΕΚ της ΓΓΕΤ και θα ακολουθούν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για την ΕΤΑΚ, ώστε να υπάρχει φραγμός στην ίδρυση νέων Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων «ειδικού σκοπού» που θα εξυπηρετήσουν καιροσκοπικές πολιτικές.

 ΙV. Εκδημοκρατισμός του προτύπου διοίκησης των Ερευνητικών κέντρων και Ινστιτούτων

Ο Ν. 4310/2014, αλλά και οι τροπολογίες του ειδικότερα στο νέο σ/ν του ΥΠΠΕΘ, διαιωνίζουν και ενισχύουν το προσωποκεντρικό, κλειστό και αδιαφανές σύστημα διοίκησης των Ερευνητικών Κέντρων. Από τις παρούσες νομοθετικές ρυθμίσεις αποκλείεται το σώμα των Ερευνητών από την εκλογή των μονοπρόσωπων οργάνων, δηλαδή των Διευθυντών ΕΚ και Ινστιτούτων (σε πλήρη αναντιστοιχία με την εκλογή των αντίστοιχων οργάνων στα ΑΕΙ από τους Καθηγητές), αλλά και από την ουσιαστική συμμετοχή τους στα ΔΣ των Κέντρων.

Παρότι οι Καθηγητές ΑΕΙ και οι Ερευνητές έχουν ομόλογα χαρακτηριστικά προσόντων, προσλήψεων και προαγωγών, παρουσιάζεται μια ισχυρή ασυμμετρία στο εργασιακό τους περιβάλλον, η οποία είναι πολύ δύσκολο να αιτιολογηθεί: Οι Καθηγητές ΑΕΙ εργάζονται σε χώρο που απολαμβάνει της ακαδημαϊκής αυτονομίας –η οποία είναι στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ για την ανέλιξη του ερευνητικού έργου– εκλέγοντας από τη βάση όλα τα μονοπρόσωπα όργανα των Ιδρυμάτων. Οι Ερευνητές, όμως, εργάζονται σε ένα περιβάλλον όπου η συγκέντρωση των εξουσιών στο πρόσωπο του Διευθυντή ΕΚ/Ινστιτούτου διαμορφώνουν ένα πνεύμα δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, το οποίο συμπιέζει την ερευνητική διαδικασία και βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με την τόνωση του καινοτομικού πνεύματος που προσδοκά η Πολιτεία από τους ερευνητές της.

Πρόταση της ΕΕΕ:

Για τον καταρχήν εκδημοκρατισμό της διοίκησης των ΕΚ, η ΕΕΕ προτείνει τις παρακάτω ρυθμίσεις προς άμεση θεσμοθέτηση:

Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου – Διευθυντής Ινστιτούτου

➢    Η προκήρυξη για τη θέση του Δ/ντή ΕΚ/Ινστιτούτου να είναι υποχρεωτικά διεθνής.

➢    Η θητεία του Δ/ντή ΕΚ/Ινστιτούτου να είναι τετραετής, με όριο ηλικίας κατά την υποβολή υποψηφιότητας τα 63 έτη.

➢    Η θέση του Δ/ντή ΕΚ/ Ινστιτούτου να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.

➢    Η προκήρυξη για την υποβολή υποψηφιοτήτων για τη θέση Δ/ντή ΕΚ/Ινστιτούτου πρέπει υποχρεωτικά να δημοσιοποιείται κατ’ ελάχιστον έξι (6) μήνες προ της λήξης της θητείας των υπηρετούντων Δ/ντών.

➢    Η θητεία του Δ/ντή ΕΚ/Ινστιτούτου να είναι δυνατόν να παραταθεί έως τρεις (3) μήνες κατ’ ανώτατο όριο, με απόφαση του αρμόδιου για θέματα Έρευνας Αν. Υπουργού ΠΟΠΑΙΘ. Μετά την παρέλευση του τριμήνου και εφόσον δεν έχει εκλεγεί νέος, καθήκοντα Δ/ντή ΕΚ/Ινστιτούτου αναλαμβάνει ο Αντιπρόεδρος του ΔΣ ή αντίστοιχα ο Αναπληρωτής Δ/τής του Ινστιτούτου.

➢    Στα Ινστιτούτα εκλέγεται Αναπληρωτής Δ/ντής, ο οποίος αναλαμβάνει πλήρως τα καθήκοντα του Δ/ντή ελλείποντος, απόντος ή κωλυόμενου.

➢    Οι Δ/ντές ΕΚ/Ινστιτούτων θα πρέπει να αξιολογούνται για τη θητεία τους, τόσο στο μέσον της διάρκειάς της όσο και στη λήξη της. Οι αξιολογήσεις αυτές θα πρέπει να δημοσιοποιούνται.

➢    Όριο δύο θητειών για τον Δ/ντή ΕΚ/Ινστιτούτου, αλλά και εφαρμογή των δύο θητειών το ανώτατο σε ήδη υπηρετούντες Δ/ντές που διανύουν την πρώτη ή και τη δεύτερη θητεία τους.

➢    Εκλογή  Δ/ντή Κέντρου και  Δ/ντή Ινστιτούτου ως ακολούθως:

1η προσέγγιση

Ο Δ/ντής ΕΚ και ο Δ/ντής Ινστιτούτου εκλέγονται από το σύνολο των Ερευνητών του οικείου Κέντρου ή Ινστιτούτου αντίστοιχα.

2η προσέγγιση

Ο Δ/ντής Ερευνητικού Κέντρου και ο Δ/ντής Ινστιτούτου εκλέγονται από επταμελή επιτροπή που απαρτίζεται από τέσσερα εσωτερικά και τρία εξωτερικά μέλη. Τα εσωτερικά μέλη είναι Ερευνητές Α’ ή Β’ Βαθμίδας και εκλέγονται από το σύνολο των Ερευνητών του Κέντρου ή Ινστιτούτου αντίστοιχα. Τα εξωτερικά μέλη είναι διεθνώς καταξιωμένοι επιστήμονες, με έναν εξ αυτών τουλάχιστον να προέρχεται από την αλλοδαπή.

Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτων

➢    Το Επιστημονικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Ινστιτούτου που προτείνεται στο νέο σ/ν του ΥΠΠΕΘ να αντικατασταθεί από το Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου, ως ακολούθως:

➢    Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου (ΕΣΙ)

Σε κάθε Ινστιτούτο εκλέγεται από το σύνολο των Ερευνητών και ΕΛΕ Επιστημονικό Συμβούλιο Ινστιτούτου (ΕΣΙ) με διετή θητεία. Τα μέλη του ΕΣΙ είναι Ερευνητές ή ΕΛΕ Α’ ή Β’ βαθμίδας και δεν συμπεριλαμβάνουν τον Διευθυντή του Ινστιτούτου.

Το ΕΣΙ είναι τριμελές, εφόσον ο αριθμός των Ερευνητών και ΕΛΕ του Ινστιτούτου είναι μικρότερος του 15 και πενταμελές εφόσον ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος.

Το ΕΣΙ εκλέγει Πρόεδρο, ο οποίος ασκεί χρέη Αναπληρωτή Διευθυντή Ινστιτούτου, του Διευθυντή Ινστιτούτου ελλείποντα, απόντα, ή κωλυόμενου, με πλήρη δικαιώματα.

Στις αρμοδιότητες του ΕΣΙ περιλαμβάνονται η λήψη αποφάσεων για τα θέματα στρατηγικής ανάπτυξης των Ινστιτούτων, έγκριση επιχειρηματικού σχεδίου για την υλοποίηση της ανάπτυξης, ορισμός και τροποποίηση οργανογράμματος, δημιουργία νέων θέσεων Ερευνητών, οικονομικός απολογισμός και προϋπολογισμός του Ινστιτούτου, έγκριση της ενδιάμεσης και της τελικής απολογιστικής έκθεσης του Διευθυντή Ινστιτούτου.

Ο Δ/ντής Ινστιτούτου υποβάλλει ετήσια απολογιστική έκθεση πεπραγμένων, προς έγκριση από το ΕΣΙ.

Συνέλευση Ερευνητών του Ινστιτούτου

Η Συνέλευση των Ερευνητών του Ινστιτούτου αποτελεί το ανώτατο όργανο ελέγχου του Ινστιτούτου. Συγκαλείται σε τακτική βάση από τον Δ/ντή του Ινστιτούτου και σε έκτακτες περιπτώσεις με απόφαση του Δ/ντή ή των 3/5 των μελών του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου ή μετά από συλλογή υπογραφών από την πλειοψηφία (50%+1) των Ερευνητών του. Εγκρίνει τις ερευνητικές κατευθύνσεις του Ινστιτούτου σε σχέση με το στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης και τις ετήσιες αυτο-αξιολογήσεις του Ινστιτούτου. Έχει γενικότερη ελεγκτική αρμοδιότητα για όλες τις πράξεις της Διοίκησης του Ινστιτούτου συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής διαχείρισης, η οποία παρουσιάζεται μέσω του ετήσιου οικονομικού απολογισμού και προϋπολογισμού. Η εισήγηση θα γίνεται είτε από Επιτροπή Οικονομικού Ελέγχου του Ινστιτούτου είτε από το ΕΣΙ. Η Γενική Συνέλευση θα εγκρίνει την εισήγηση της επιτροπής ή του ΕΣΙ για τα οικονομικά. Επιπλέον, με ειδική ενισχυμένη πλειοψηφία (2/3 συν ένας), μπορεί να εισηγείται στο ΔΣ του Κέντρου την άμεση παύση της θητείας του Δ/ντή για μη ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του.

 Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,

Είναι πλέον έκδηλο ότι η επιλογή του Υπουργείου να μην προχωρήσει στην κατάργηση ή έστω στην αναστολή του Ν. 4310/2014, με την ταυτόχρονη διατήρηση ελάχιστων ρυθμίσεων που εξασφαλίζουν τη μη διακριτή μεταχείριση του προσωπικού των Ερευνητικών Κέντρων και των ΑΕΙ, έχει πολλαπλές συνέπειες στη θεσμική λειτουργία των Ερευνητικών Κέντρων.

Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών θεωρεί ότι όλα τα παραπάνω συγκλίνουν και αποδεικνύουν ότι ο Ν. 4310/2014 δεν διορθώνεται με "πυροσβεστικού τύπου" τροπολογίες και είναι άμεση η ανάγκη ενός νέου σύγχρονου θεσμικού πλαισίου για την Έρευνα και Καινοτομία το οποίο θα σέβεται το Άρθρο 16 του Συντάγματος και θα εκσυγχρονίζει ουσιαστικά τους νόμους 1514/1985 και 2919/2001.

Στη βάση των προαναφερθέντων ζητάμε από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΕΘ να μην υιοθετήσει την πρακτική της τροποποίησης του Ν. 4310/2014, αλλά να προχωρήσει στην άμεση αναστολή του, με την ταυτόχρονη:

(α) θεσμοθέτηση άμεσων ρυθμίσεων που θα ενισχύουν τον Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας και θα θέτουν τις βάσεις για τον εκδημοκρατισμό της διοίκησης των ΕΚ,

(β) θεσμοθέτηση των απαραίτητων ρυθμίσεων που θα διευκολύνουν την απορρόφηση των ερευνητικών κονδυλίων του τρέχοντος Προγράμματος Πλαισίου, βάσει σαφών κανόνων διαφάνειας και λογοδοσίας,

(γ) απελευθέρωση του ερευνητικού χώρου από γραφειοκρατικές διατάξεις που δυσχεραίνουν την υλοποίηση του ερευνητικού έργου και την απορρόφηση των ερευνητικών κονδυλίων,

(δ) διατήρηση ή/και αναβάθμιση των ρυθμίσεων του Ν. 4310/2014 που η ερευνητική κοινότητα κατοχύρωσε κάτω από αντίξοες συνθήκες (όπως, π.χ. η χρηματοδότηση της μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού των ΕΚ από τον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό και η ύπαρξη στα ΕΚ Επιστημονικών Συμβουλίων από Ερευνητές, με αρμοδιότητες),

(ε) επίσπευση των διαδικασιών για την έναρξη του νέου ΕΣΠΑ (ΣΕΣ) με την προκήρυξη νέων ερευνητικών δράσεων, και

(στ) προκήρυξη νέων θέσεων Ερευνητών ανά Ινστιτούτο.

Με εκτίμηση,

Για την Ένωση Ελλήνων Ερευνητών
Η Πρόεδρος      Η Γ. Γραμματέας
Μαρία A. Κωνσταντοπούλου    Μάχη Δ. Χατζηγιάννη

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται και διαγράφονται. Επίσης δεν επιτρέπεται στα σχόλια να αναγράφονται links τα οποία διαγράφονται. Το esos δεν φέρει ευθύνη για τα επώνυμα ή ανώνυμα σχόλια που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ