Ανοιχτή επιστολή προς τον υπ. Παιδείας για την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών

13/03/2016

Ενημερώθηκε: 15/03/2016, 06:54

Άκουσε το άρθρο

Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
με αφετηρία σκέψης ότι κάθε σχολείο μπορεί και δικαιούται να προάγει την αριστεία των μαθητών του και ότι κάθε σχολείο μπορεί  και  δικαιούται  να  επιτύχει  στο μέγιστο δυνατό  βαθμό τη βελτιστοποίηση της απόδοσής του προς όφελος των μαθητών του, δεν μπορεί παρά να καταλήξει κάποιος, λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος, ότι για να το επιτύχει αυτό χρειάζεται κατά προτεραιότητα η σωστή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών του.

Επειδή σήμερα και στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου υπάρχει ένας έντονος προβληματισμός μεταξύ άλλων και για το θέμα αυτό, θα ήθελα ως μάχιμος εκπαιδευτικός και έχοντας μακρόχρονη προσωπική εμπειρία ως ενεργό μέλος σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από την Πρωτοβάθμια έως και την Τριτοβάθμια και μέσα από διάφορες θέσεις και ιδιότητες, να καταθέσω τις δικές μου προτάσεις σχετικά.

Η πρώτη σκέψη που μπορεί να έλθει στο μυαλό κάποιου για το θέμα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, είναι ότι αν ξεκινήσουμε από την κορυφή της πυραμίδας, τα Πανεπιστημιακά δηλαδή Τμήματα, τα οποία κατά τεκμήριο είναι οι θεματοφύλακες της γνώσης και σε αυτά, υπό τη μορφή «έργου», αναθέσουμε την επιμόρφωση των «λιγότερο μορφωμένων» εκπαιδευτικών λειτουργών της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τότε θα έχουμε περίπου προδιαγράψει και κατά τεκμήριο εξασφαλίσει τη βέλτιστη δυνατή λύση στο πρόβλημα αυτό.

Ωστόσο, πιστεύω, ότι αν δεν ξεκαθαρίσουμε από την αρχή τις βασικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν όλα αυτά τα προγράμματα επιμόρφωσης, ώστε να εξασφαλίζεται η επιτυχία τους και κυρίως η αποτελεσματικότητά τους και στη συνέχεια να καθορίσουμε τον τρόπο που θα μας οδηγήσει ώστε να πετύχουμε τους στόχους αυτούς, οποιαδήποτε απόπειρα θα είναι, όπως και οι προηγούμενες, καταδικασμένη σε αποτυχία.

Κατά την άποψή μου, οι βασικές αυτές αρχές που θα πρέπει να διέπουν την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών συνοψίζονται ως ακολούθως:

1. επειδή η εκπαιδευτική πράξη χρειάζεται συνεχώς βελτιώσεις και μεταρρυθμίσεις για να μπορεί να ανταποκρίνεται με επάρκεια στα νέα δεδομένα και τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς της επιστημονικής και της κοινωνικής ζωής, η ανάγκη της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας όσο και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι διαρκής,

2. η επιμόρφωση πρέπει να απευθύνεται σε όλους τους εκπαιδευτικούς ανεξαρτήτως ειδικότητας χωρίς εξαιρέσεις και να μη δημιουργεί εκπαιδευτικούς πολλών ταχυτήτων στο θέμα αυτό, αφού κανείς εκπαιδευτικός δεν περισσεύει,

3. όλοι οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να έχουν ενεργό ρόλο στην επιμόρφωσή τους, ώστε να είναι συν-διαμορφωτές τόσο των προγραμμάτων όσο και του περιεχομένου της επιμόρφωσής τους, 

4. όποια μορφή επιμόρφωσης αποφασιστεί στο μέλλον, για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει να πραγματοποιείται σε μικρές ομάδες έως πενήντα το πολύ εκπαιδευτικών, οι οποίοι υπηρετούν σε όμορα μεταξύ τους σχολεία, έτσι ώστε να μπορεί αυτή να είναι από κάθε άποψη πιο κοντά στην καθημερινότητά τους και στο χώρο εργασίας τους,,

5. κάθε πρόγραμμα επιμόρφωσης το οποίο επιλέγεται κάθε φορά, θα πρέπει να στοχεύει στην αναβάθμιση της διδακτικής πράξης και να προάγει την παιδαγωγική και διδακτική επιστήμη με την εφαρμογή της νέας γνώσης και την παραγωγή νέων εφαρμόσιμων σεναρίων μάθησης, 

6. η επιμόρφωση θα στηρίζεται και θα ενσωματώνει τις βασικές αρχές της βιωματικής και της συνεργατικής μάθησης, καθώς και αυτές της εκπαίδευσης ενηλίκων, και τέλος  

7. κάθε πρόγραμμα επιμόρφωσης θα πρέπει να ενσωματώνει στο βασικό σχεδιασμό του και μια αποτίμηση από τους ίδιους τους συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς των αποτελεσμάτων του στο στάδιο της εφαρμογής του στην εκπαιδευτική πράξη, ως μια εγγενής διαδικασία πιστοποίησης της χρησιμότητας, της εγκυρότητας και κυρίως της αποτελεσματικότητάς του, σε σχέση με τους τελικούς του αποδέκτες, που δεν είναι άλλοι φυσικά από τους μαθητές μας.

Αν συμφωνήσουμε, καταρχήν, στους παραπάνω αυτούς βασικούς στόχους για την οργάνωση ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε και τις βέλτιστες πρακτικές, μέσω των οποίων θα μπορέσουμε και να επιτύχουμε τους στόχους αυτούς.

Όσον αφορά τα Πανεπιστημιακά Τμήματα, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι μέσα από τη συνήθη λειτουργία τους είναι προφανές ότι δεν έχουν τη δυνατότητα από μόνα τους να αναλάβουν το έργο αυτό, γιατί άλλο ζήτημα είναι οι οργανωμένες στις πανεπιστημιακές αίθουσες βασικές σπουδές των φοιτητών και η κατάρτιση Προγράμματος Σπουδών για την απόκτηση του βασικού πτυχίου και την πιστοποίηση της επαγγελματικής επάρκειας των μελλοντικών εκπαιδευτικών κι άλλο η δια βίου εκπαίδευση και η επαγγελματική ανάπτυξη των εν ενεργεία εκπαιδευτικών, κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.

Ακριβώς γι αυτό το λόγο και ο πολυδάπανος θεσμός της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών μέσω των Διδασκαλείων όλης της χώρας και ουσιαστικά μέσω των υπεύθυνων για το σχεδιασμό και την υλοποίησή τους Πανεπιστημιακών Τμημάτων, δεν είχε αποδώσει τα αναμενόμενα στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και τελικά και στην αναβάθμιση της ποιότητας του παραγόμενου εκπαιδευτικού έργου.

Εκτός όμως από τα Πανεπιστημιακά Τμήματα, και ο πολλά υποσχόμενος θεσμός των αποκεντρωμένων Περιφερειακών Επιμορφωτικών Κέντρων (ΠΕΚ) δεν έχει μέσα στα χρόνια αποδώσει τα αναμενόμενα,  γι αυτό και δεν έχει μέχρι σήμερα καταξιωθεί στη συνείδηση των εκπαιδευτικών ως ένας ουσιαστικός, υποστηρικτικός και επιμορφωτικός θεσμός.

Σε αυτό συνετέλεσε μεταξύ άλλων και το γεγονός ότι οι περιφέρεις των ΠΕΚ είναι μεγάλες και σαν αποτέλεσμα οι διοικήσεις τους δεν είναι δυνατό να έχουν εγγύτητα και επαφή με τις σχολικές μονάδες που βρίσκονται στα όριά τους και να γνωρίζουν τα προβλήματα που αυτές αντιμετωπίζουν, η συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις επιμορφώσεις των ΠΕΚ απαιτεί από αυτούς πολύ χρόνο και σημαντικές μετακινήσεις, τα προγράμματά που συνήθως υλοποιούνται στα ΠΕΚ, παρά το γεγονός ότι είναι γενικά πολυδάπανα, υλοποιούνται από πληθώρα ασύνδετων μεταξύ τους επιμορφωτών και δεν «ακουμπούν» στις πραγματικές ανάγκες του μάχιμου εκπαιδευτικού της πράξης, αφού αδυνατούν να δώσουν ουσιαστικές λύσεις στα ζητήματα που τον απασχολούν και να συνδέσουν τη θεωρία με την πράξη.

Μπορούμε, επομένως, να συμπεράνουμε ότι το πρόβλημα είναι κατά βάση συστημικό και οφείλεται στην έλλειψη αφενός της ενεργητικής συμμετοχής των ίδιων των εκπαιδευτικών στο σχεδιασμό των προγραμμάτων επιμόρφωσής τους και αφετέρου στην έλλειψη ουσιαστικής και θεσμοθετημένης δια-σύνδεσης μεταξύ της θεωρίας που προσφέρεται σήμερα στα Πανεπιστήμια με την εκπαιδευτική πράξη που εφαρμόζεται σήμερα στα σχολεία, η οποία όμως είναι ακριβώς εκείνη που δημιουργεί τελικά και τις ανάγκες της συνεχούς επιμόρφωσης για όσους την υλοποιούν καθημερινά μέσα στη σχολική τάξη τόσο στην Πρωτοβάθμια όσο και στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και η οποία απουσίαζε δυστυχώς τόσο από τα Διδασκαλεία όσο και από τα ΠΕΚ, στο φιλοσοφία, στο σχεδιασμό αλλά και στην υλοποίηση των Προγραμμάτων Σπουδών τους.

Για όλους αυτούς τους παραπάνω λόγους, θεωρώ ότι ένας άλλος πολύ σημαντικός όρος για την αποτελεσματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών εκτός από τους επτά (7) που αναφέραμε στην αρχή, είναι τα επιμορφωτικά προγράμματα να σχεδιάζονται και κυρίως να υλοποιούνται από αποκεντρωμένες δομές και πρόσωπα, τα οποία να προέρχονται από το ίδιο το σώμα των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας ή της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης αντίστοιχα.

Τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει, κατά τεκμήριο, να διαθέτουν αφενός την εργασιακή εμπειρία και την επιστημονική επάρκεια για το σκοπό αυτό και αφετέρου ο εκπαιδευτικός που πρόκειται να επιμορφωθεί στην ομάδα τους θα πρέπει να τα γνωρίζει, να συνδέεται με διάφορους τρόπους και να επικοινωνεί συχνά μαζί τους, και δίχως άλλο να τα εμπιστεύεται.

Τα πρόσωπα αυτά δεν μπορεί να είναι άλλα από τους Σχολικούς Συμβούλους.

Οι Σχολικοί Σύμβουλοι, αν και όλα αυτά τα χρόνια αφέθηκαν μόνοι τους ως μονοπρόσωποι θεσμοί περιορισμένης ευθύνης, χωρίς χρηματοδότηση, κτιριακές και υλικοτεχνικές υποδομές και με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου να ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την αριθμητική της εκπαίδευσης, κατάφεραν με μοναδικό τους εφόδιο την επιστημονική επάρκεια και το προσωπικό τους κύρος, να συνεργαστούν αποτελεσματικά με τους συναδέλφους της πράξης, να εξειδικεύσουν την επίσημη κάθε φορά εκπαιδευτική πολιτική, να ανεβάσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης, να εξομαλύνουν αστοχίες και να αντιμετωπίσουν αντιφάσεις, αδυναμίες και στρεβλώσεις ολόκληρου του εκπαιδευτικού οικοδομήματος.

Σήμερα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς ουσιαστική υποστήριξη από το επίσημο κράτος οι Σχολικοί Σύμβουλοι στήριξαν όλες τις εκπαιδευτικές αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση στο κρίσιμο πεδίο της εφαρμογής τους, ο θεσμός αμφισβητείται τόσο ως προς τη χρησιμότητα όσο και ως προς την αποτελεσματικότητά του, ιδιαίτερα στην προσχολική και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Αφού, όμως, καταλήξαμε παραπάνω ότι ο θεσμός του Σχολικού Συμβούλου είναι ο μόνος σήμερα αποκεντρωμένος, κοντά στον εκπαιδευτικό της πράξης, λειτουργικός και με επιστημονική επάρκεια θεσμός που μπορεί να διαμεσολαβήσει αποτελεσματικά και να δώσει ουσιαστική απάντηση μεταξύ άλλων και στο τεράστιο ζήτημα της επιμόρφωσης, θα πρέπει όλοι μαζί να εντοπίσουμε τις μέχρι τώρα αδυναμίες του και να αναζητήσουμε στη συνέχεια τρόπους ώστε να υπάρξει εκσυγχρονισμός, ανανέωση αλλά και μεγαλύτερη θεσμική του κατοχύρωση, με στόχο την αναβάθμισή του.

Εκτός όμως από τη θεσμική αναβάθμιση και θωράκιση του ρόλου των Σχολικών Συμβούλων, είναι σημαντικό και οι Σχολικοί Σύμβουλοι να μη λειτουργούν ως μονάδες, αλλά μέσα στο πλαίσιο μιας ευέλικτης υποστηρικτικής επιστημονικής ομάδας με δομή και διακριτούς ρόλους, μέσα στην οποία θα συν-διαμορφώνονται μεταξύ των άλλων οι όροι για τις επιμορφωτικές τους δράσεις και τις πρωτοβουλίες που αυτοί αναλαμβάνουν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν, μόνοι του ή σε συνεργασία μεταξύ τους και με άλλους επιστήμονες.

Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη επιπρόσθετα και η ουσιαστική και θεσμικά προσδιορισμένη δια-σύνδεση μεταξύ των συναφών με την εκπαίδευση Πανεπιστημιακών Τμημάτων με τα Τμήματα Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης που βρίσκονται στις Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης και κατ’ επέκταση με τους Σχολικούς Συμβούλους σε κάθε Περιφέρεια Εκπαίδευσης, με όρους όμως ισοτιμίας και όχι επιστημονικής κυριαρχίας και επιβολής. Θεωρώ ότι αυτή είναι και η μόνη αξιόπιστη λύση η οποία μπορεί να υπερβεί τις σημερινές δυσλειτουργίες και να δώσει ουσιαστική και μόνιμη απάντηση στο καίριο και υπαρκτό πρόβλημα της ουσιαστικής επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών.

Σκοπός όλων πρέπει να είναι, εν τέλει, ο διαρκής εκσυγχρονισμός και η ποιοτική αναβάθμιση του παρεχομένου εκπαιδευτικού έργου μέσα από τη δημιουργία σχέσεων αμοιβαιότητας και διασύνδεσης μεταξύ όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης στη χώρα μας. Η διαδικασία αυτή θα εμπλουτίσει διαλεκτικά τη θεωρία με την πράξη και αντίστροφα.

Μεταξύ άλλων, αναφέρω ενδεικτικά, θα οδηγήσει και στην ενδυνάμωση της έρευνας μέσω και των εργαστηρίων Πειραματικής Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας, που ήδη λειτουργούν στα περισσότερα από τα πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας.   

Επιτελικό ρόλο τόσο στο σχεδιασμό όσο και στη διαπραγμάτευση και την αποσαφήνιση των όρων και των διαδικασιών της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών καθώς και στην οριοθέτηση της συνεργασίας μεταξύ των Σχολικών Συμβούλων και των μελών ΔΕΠ των συναφών με την εκπαίδευση Πανεπιστημιακών Τμημάτων θα πρέπει ασφαλώς να έχει το ΙΕΠ, ως κορυφαίος επιστημονικός θεσμός υπεύθυνος για τη χάραξη και την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Ολοκληρώνοντας, θεωρώ ότι η θεσμοθετημένη αυτή ώσμωση και η αλληλεπίδραση που προτείνεται μεταξύ των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας από τη μια και των φορέων της επιστημονικής και παιδαγωγικής καθοδήγησης της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από την άλλη, με όρους επαναλαμβάνω ισοτιμίας, εκτός από μια αξιόπιστη λύση για το ζήτημα της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών θα αποτελέσει και μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για ουσιαστική αναβάθμιση των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, από την Προσχολική ως την Τριτοβάθμια.

Με εκτίμηση
Ανδρέας Ζεργιώτης
Σχολικός Σύμβουλος 49ης Περιφέρειας
Δημοτικής Εκπαίδευσης Αττικής
Συντονιστής Σχολικών Συμβούλων Β΄ Ανατολικής Αττικής
Ιστοσελίδα: 49epa.weebly.com

 

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

Συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται και διαγράφονται. Επίσης δεν επιτρέπεται στα σχόλια να αναγράφονται links τα οποία διαγράφονται. Το esos δεν φέρει ευθύνη για τα επώνυμα ή ανώνυμα σχόλια που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω της φόρμας επικοινωνίας έτσι ώστε να αφαιρεθεί.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ