Καθηγητής Σπύρος Γεωργάτος
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Πρόεδρος Ε.Σ.Ε.Κ.Α.Α.Δ. (Εθνικού Συμβουλίου Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού πρώην ΕΣΥΠ)
Η «κατάρα», δηλαδή η κακή παράδοση, του Υπουργείου Παιδείας είναι ότι κάθε φορά που αλλάζει η ηγεσία του αλλάζει συνολικά και η πολιτική του. Αυτό δεν έχει ανάλογο ούτε στην Ευρώπη, ούτε στον υπόλοιπο κόσμο. Πριν μερικά χρόνια ρώτησα τον Γερμανό Γενικό Γραμματέα Έρευνας και Καινοτομίας για το πώς επηρεάζουν οι αλλαγές πολιτικής ηγεσίας τη στρατηγική και τη στελέχωση των υπηρεσιών στον τομέα ευθύνης του. Η απάντησή του ήταν αυτή που θα φανταζόταν ο κάθε λογικός άνθρωπος: από ελάχιστα έως καθόλου.
Εις τα καθ’ ημάς, αμέσως μετά τις εκλογές, έχουν συμβεί τα εξής εντυπωσιακά πράγματα: πρώτον, εν μιά νυκτί, άλλαξε το σύνολο του στελεχιακού δυναμικού του Υπουργείου (δεν αναφέρομαι στις υπηρεσίες), χωρίς να κρατηθεί μια λειτουργική επαφή με την προηγούμενη ηγετική-διαχειριστική ομάδα˙ δεύτερον, προωθείται μια νέα ρύθμιση για το πανεπιστημιακό άσυλο χωρίς να έχει μεσολαβήσει σύνοδος των πρυτάνεων ή παραγωγική διαβούλευση με τις συγκλήτους των ΑΕΙ˙ και τρίτον, καταργείται η Νομική Πατρών και αναστέλλεται η έναρξη λειτουργίας των Διετών Προγραμμάτων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, χωρίς να παρέχονται πειστικές εξηγήσεις.
Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά ευθυγραμμίζονται με κάποια ώριμη μεταρρυθμιστική λογική ή εάν κυριαρχεί μια αδικαιολόγητη σπουδή, που μπορεί να καταλήξει στην πλήρη απορρύθμιση. Εξηγούμαι.
Το πρώτο θέμα έχει δύο όψεις. Από τη μία πλευρά, η νέα κυβέρνηση έχει κάθε δικαίωμα να στελεχώσει το Υπουργείο όπως εκείνη θεωρεί καλύτερα. Από την άλλη όμως πλευρά, είναι εξ ίσου προφανές ότι η ελληνική Πολιτεία έχει συνέχεια. Και αυτή τη συνέχεια δεν την εξασφαλίζει η τελετή παράδοσης-παραλαβής, αλλά η άρτια συνεργασία νέας και παλαιάς ηγεσίας για κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα, μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταφορά στοιχείων και εμπειρίας. Κατά την εκτίμηση όσων γνωρίζουν το θέμα, ο κάθε νέος υπουργός Παιδείας χρειάζεται τουλάχιστον ένα εξάμηνο μέχρι να εγκλιματισθεί και να καταγράψει τις λεπτομέρειες του κάθε χώρου που εποπτεύει. Το λάθος της ριζικής αποκοπής κάθε συνεννόησης ανάμεσα στους πρώην και τους νυν υπουργούς έχει γίνει και στο παρελθόν, εν ονόματι μιας «θεαματικής» αλλαγής πορείας. Αλλά ενίοτε αυτή η σπουδή έχει συνέπειες.
Παραδείγματος χάριν, παρ’ ολίγο να γίνει ένα κορυφαίο λάθος με τα νέα πανεπιστημιακά Τμήματα που θα δεχθούν φοιτητές από τον Σεπτέμβριο. Η παράταση της προθεσμίας υποβολής στοιχείων στο μηχανογραφικό (και η σχετική παραφιλολογία που αναπτύχθηκε) ανάστάτωσε τους υποψηφίους, διότι ευλόγως δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι τα Τμήματα αυτά δεν πρόκειται να λειτουργήσουν. Ευτυχώς, το κακό αποσοβήθηκε μετά την πρόσκληση που απηύθυνε το Υπουργείο στα Ιδρύματα και την προσκόμιση στοιχείων για τα προγράμματα σπουδών και την επάρκεια προσωπικού στα συγκεκριμένα Τμήματα. Αλλά παραμένει το κύριο πρόβλημα: με ποια διαδικασία και ποιο χρονοδιάγραμμα σκοπεύει να προχωρήσει η κυβέρνηση με τα Τμήματα που κατά τη δική της θεώρηση δεν διαθέτουν ούτε προσωπικό, ούτε υποδομές, ούτε σωστό επιστημολογικό προσανατολισμό; Και τί θα γίνουν οι φοιτητές που έχουν εν τω μεταξύ εισαχθεί εκεί αν κάποια αρχή ή κάποιο γνωμοδοτικό όργανο κρίνουν (εκ των υστέρων) ότι οι ενστάσεις αυτές ευσταθούν;
Αναφορικά με το πανεπιστημιακό άσυλο, η νέα ηγεσία του Υπουργείου ακολουθεί μια εξ ίσου βεβιασμένη τακτική. Κατ’ αρχήν, ένα αντικειμενικά δευτερεύον θέμα έχει ανακηρυχθεί σε πρωτεύον και εμβληματικό. Να μην παρεξηγηθώ. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι δευτερεύον ζήτημα η αντιμετώπιση της διακίνησης ναρκωτικών μέσα σε κάποια ΑΕΙ, αλλά και σε άλλους χώρους. Το θέμα είναι τί παραπάνω προσφέρει η νέα ρύθμιση που βρίσκεται τώρα σε διαβούλευση. Ούτως ή άλλως, και με τον προηγούμενο νόμο τέτοιες ενέργειες (όπως και κάθε κακουργηματική πράξη εντός των ΑΕΙ) επιφέρουν την αυτεπάγγελτη παρέμβαση της αστυνομίας. Εξ άλλου, το πιο συνηθισμένο πρόβλημα στα Πανεπιστήμια δεν είναι αυτό (ούτε το παρεμπόριο). Εκείνο που παρεμποδίζει εξακολουθητικά τις ακαδημαϊκές και τις διοικητικές λειτουργίες (όπως λ.χ. τις συνόδους της Συγκλήτου) είναι η αυθαίρετη συμπεριφορά συγκεκριμένων φοιτητικών ομάδων, που λοιδωρούν τους πάντες και ενίοτε φέρονται με ανάρμοστο τρόπο απέναντι σε πρόσωπα, θεσμούς και διαδικασίες. Τί προτείνει αλήθεια για αυτό το υπαρκτό πρόβλημα η νέα ρύθμιση; Να φωνάζει ο οποιοσδήποτε την αστυνομία; Δεν θα ήταν πιο σοφό να προβλέψουν τα ίδια τα Ιδρύματα στον εσωτερικό τους κανονισμό μια σειρά διαβαθμισμένων ποινών για όποιον, φοιτητή ή μέλος του προσωπικού, προσβάλλει την αξιοπρέπεια των συναδέλφων του ή παρεμποδίζει τη λειτουργία του Πανεπιστημίου;
Και για τις καταλήψεις τί λέει η νέα ρύθμιση; Τίποτε απολύτως –και σωστά ίσως. Διότι υπάρχουν καταλήψεις και καταλήψεις. Υπάρχουν συμβολικές καταλήψεις που γίνονται με αποφάσεις συλλογικών οργάνων και αποτελούν μια μορφή έντονης, αλλά θεμιτής ή κοινωνικά νομιμοποιημένης, διαμαρτυρίας. Όπως υπάρχουν και καταλήψεις χωρίς αντικείμενο (εκτός απ’ το γνωστό «μπάχαλο») που διασπούν για μεγάλο διάστημα τις ακαδημαϊκές και τις διοικητικές λειτουργίες, χωρίς να διαθετουν την παραμικρή δημοκρατική νομιμοποίηση. Και σ’ αυτό το θέμα, η παρέμβαση της αστυνομίας δεν λύνει το πρόβλημα (τουναντίον είναι σίγουρο ότι θα το οξύνει). Είναι το ίδιο το Ίδρυμα, μέσω συγκεκριμένων κανόνων, που πρέπει να εφαρμόζονται απαρέγκλιτα (και επί ποινή) από τις πρυτανικές αρχές, που θα πρέπει να το αντιμετωπίσει. Η δημόσια δύναμη θα είχε ρόλο μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου η άσκηση αυτού του δικαιώματος από τα αυτοδιοικούμενα Ιδρύματα προσκρούει σε φυσική βία.
Για τη Νομική Πατρών, τί να πει κανείς; Είναι σοβαρό επιχείρημα ότι υπάρχουν πολλοί άνεργοι δικηγόροι; Κατ’ αρχήν, η ίδρυση της νέας Νομικής είχε γίνει με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα αυξηθεί ο συνολικός αριθμός των εισακτέων των Νομικών Σχολών στην επικράτεια. Και δεύτερον, πόσοι αλήθεια από τους απόφοιτους της Νομικής γίνονται δικηγόροι ή δικαστικοί; Δεν είναι ευρύτατα διαδεδομένο (και εδώ και στο εξωτερικό) να σταδιοδρομούν οι νομικοί ως δημοσιογράφοι, πολιτικοί, στελέχη δημοσίων υπηρεσιών, ΜΚΟ και ιδιωτικών επιχειρήσεων; Πρέπει να πάψουμε να θεωρούμε τις Ιατρικές, τις Νομικές και τις Σχολές Μηχανικών επαγγελματικές Σχολές. Υπάρχουν μηχανολόγοι-ηλεκτρολόγοι που διαπρέπουν ως μαθηματικοί και απόφοιτοι της Ιατρικής που διακρίνονται διεθνώς ως μοριακοί βιολόγοι!
Τέλος, γιατί να αναβληθεί η έναρξη λειτουργίας όλων των Διετών Προγραμμάτων; Υπάρχουν ατέλειες σε μερικά απ’ αυτά; Καλώς. Ας λειτουργήσουν λοιπόν τα υπόλοιπα! Και πάντως ας μην ακυρωθεί εν τη γενέσει του ένας πραγματικά νέος και πραγματικά μεταρρυθμιστικός θεσμός, που έγινε με υποδειγματική προετοιμασία και θα ωφελήσει «παιδιά ενός κατώτερου Θεού».
Οι γηραιότεροι εξ ημών γνωρίζουμε ότι πολλές φορές η διαφορά ανάμεσα σε μια τετριμμένη ρύθμιση, μια πραγματική μεταρρύθμιση και την πλήρη απορρύθμιση είναι μία παράγραφος, ένα άρθρο στον νόμο, ή μια ερμηνεία που γίνεται σε συνέντευξη τύπου. Η νέα ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας έχει μπροστά της τέσσερα χρόνια για να αναπτύξει τις δικές της πολιτικές χωρίς να κάνει λάθη. Η βιασύνη και ο (οποιουδήποτε τύπου) ρεβανσισμός είναι κακοί σύμβουλοι.
Μια λογική φωνή ... βοώντος εν τη ερήμω ...