Οι επιλογές Υποδιευθυντών Σχολικών μονάδων να γίνονται με αξιοκρατικά κριτήρια ζητά η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής στην έκθεσή της για το πολυνομοσχέδιο «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις»...
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής υπενθυμίζει πως έχει επισημάνει σε προηγούμενη Έκθεσή της στο νομοσχέδιο της προηγούμενης Κυβέρνησης «Αναδιοργάνωση των δομών υποστήριξης της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», ν. 4547/2018, Παρατήρηση υπ’ αριθ. 1) τα ακόλουθα:
«Το γενικό συνταγματικό πλαίσιο που διέπει την επιλογή στελεχών της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αναπτύσσεται στην απόφαση 711/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. (...) Κατά το σκεπτικό της απόφασης, η διοίκηση των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκ- παίδευσης πρέπει να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (όπως τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για την ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή των οριζόμενων κριτηρίων, και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της υπηρεσίας. (...) Τέτοια διαδικασία συνάδει με την ανωτέρω νομολογία εφόσον πληρούνται τα οικεία κριτήρια στο ίδιο το προτείνον όργανο. Εάν δηλ δή η ουσιαστική αποτίμηση των κριτηρίων επιλογής ανατίθεται, π.χ., στον σύλλογο διδασκόντων, το όργανο αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει τις απαιτήσεις που πηγάζουν από την αρχή της αξιοκρατίας [κατά τη νομολογία (ΣτΕ 711/2017), κρίση από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για την ενιαία και ομοιόμορφη ε- φαρμογή των οριζόμενων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της υπηρεσίας].(...)».
Κατά τα ανωτέρω, επισημαίνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, εφόσον η επιλογή των υποδιευθυντών σχολικών μονάδων και των υποδιευθυντών και υπευθύνων τομέων Εργαστηριακών Κέντρων (Ε.Κ.) πραγματοποιείται από κατάλληλο όργανο, το Τοπικό Συμβούλιο, το οποίο δεν περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της γνώμης του Διευθυντή της σχολικής μονάδας ή του Ε.Κ., αντιστοίχως, αλλά έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για τη σχετική επιλογή, η διαδικασία συνάδει με την ανωτέρω νομολογία, στο βαθμό που, ομοίως, πληροί την προϋπόθεση (ΣτΕ 711/2017) «(...) να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου η διενεργηθείσα από το αρμόδιο αυτό όργανο σχετική κρίση και τα δεδομένα εν όψει των οποίων αυτή εξηνέχθη. (...) Με την αιτιολόγηση της αναφερθείσας κρίσεως σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου αφενός εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις αμερόληπτης και αξιοκρατικής κρίσεως και αφετέρου καθίσταται γνωστή στους υποψήφιους και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή, εν όψει του κατά το άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και του άρθρου 95 παράγραφος 1 εδάφιο α ́ του Συντάγματος περί κατοχυρώσεως της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την σχετική διαδικασία (ΣτΕ 2162/2014, 3766/2012 επταμελής, 148/2011 επταμελής, 3052, 3058/2009 Ολομέλεια κ.ά.).».
Το θέμα εδώ είναι ότι γνωμοδότησε η Επιστημονική υπηρεσία της Βουλής ζητώντας να εφαρμοστεί το Σύνταγμα, αναφορικά με την αξιοκρατία που θα πρέπει να υπάρχει και στην επιλογή των υποδιευθυντών.
Δηλαδή, προηγουμένως, οι αγαπητοί εισηγητές του νομοσχεδίου πήγαν να περάσουν από την πίσω πόρτα τι;
Δοσοληψία, εξαγορά, ''σε γουστάρω'', ''δε σε γουστάρω'' , ''μου κάνεις'', ''δεν μου κάνεις'' , ''το φύλο σου, η εξωτερική σου εμφάνιση , η ιδεολογία σου, η δυνατότητα υπακοής σου με αφορούν'', ένας προς έναν.
Για ανθρώπους μιλάμε, με ''αδυναμίες'', που υπάρχουν όπως παντού στον υπόλοιπο βίο, κι ας είναι και εξαιρέσεις, που δεν είναι.
Και βέβαια ένα σχολείο είναι μια δημόσια υπηρεσία στο κομμάτι αυτό. Προς τι η διαφοροποίηση από τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα;
Θέλουμε τυπικές υπηρεσιακές σχέσεις ή παρεούλες;