Του Αποστόλη Δημητρόπουλου,τέως Γενικός Γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης
Διεθνώς κυκλοφορούν πολλές και διαφορετικές κατατάξεις πανεπιστημίων με διαφορετικούς σκοπούς και αντίστοιχες μεθόδους και κριτήρια. Για παράδειγμα, η πρώτη που κυκλοφόρησε πριν από δύο περίπου δεκαετίες, αυτή της Σαγκάης, είχε ως σκοπό να βοηθήσει τους φοιτητές από χώρες τις Ασίας που αυξάνονταν πολύ, να επιλέξουν καλά πανεπιστήμια της Δύσης και κυρίως της Αμερικής. Έδινε έμφαση στα βραβεία Νομπέλ και στις ερευνητικές δημοσιεύσεις, ευνοώντας τα αγγλόφωνα ιδρύματα. Αντίθετα, το EU-MULTIRANK ήταν η προσπάθεια των ευρωπαϊκών κρατών, και κυρίως της Γαλλίας να ενισχύσουν τη θέση και διεθνή ορατότητα των μη-αγγλόφωνων πανεπιστημίων, χρησιμοποιώντας πολλαπλές κατατάξεις, με βάση ομάδες διαφορετικών κριτηρίων και διαστάσεων της λειτουργίας των πανεπιστημίων (εκπαίδευση, έρευνα, διεθνοποίηση κλπ).
Τα πανεπιστήμια διεθνώς αντιμετώπισαν από την αρχή και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν με καχυποψία αλλά και αμφιθυμία τις κατατάξεις, διεθνείς ή μη. Αφενός, τις αμφισβητούν για τα κριτήρια, τη μέθοδο και το σκοπό τους ενώ, αφετέρου, θέλουν και συχνά επιδιώκουν να κατέχουν υψηλή θέση σε αυτά και επαίρονται όταν το πετυχαίνουν.
Στην Ελλάδα, η τάση αμφισβήτησης των διεθνών κατατάξεων είναι συγκριτικά μικρότερη, αλλά συμβαίνει κάτι μάλλον διαφορετικό. Οι διοικήσεις των πανεπιστημίων εκδίδουν ανακοινώσεις και επαίρονται, σχεδόν πάντοτε, για την επιτυχία τους στις διεθνείς κατατάξεις, και βαφτίζουν την όποια θετική είδηση σε "σημαντική διάκριση", με τρόπο που δημιουργεί την εντύπωση ότι θεωρούν άξιο λόγο αυταρέσκειας, κομπασμού και έπαρσης ακόμα και την απλή συμπερίληψή τους σε μια διεθνή κατάταξη, ανεξαρτήτως της ακριβούς θέσης που καταλαμβάνουν.
Φοβάμαι, όμως ότι με τον τρόπο αυτό τα ελληνικά πανεπιστήμια διαμορφώνουν την δημόσια εικόνα τους, δίνοντας την εντύπωση ότι οι πραγματικές τους φιλοδοξίες, ο πήχης που θέτουν για τον εαυτό τους είναι χαμηλά. Πολύ χαμηλότερα από τη θέση που αντιστοιχεί στη θέση της Ελλάδας συνολικά στον κόσμο. Μιας χώρας της ευρωζώνης και μιας από τις παλαιότερες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ισχυρότερου οικονομικού και πολιτικού περιφερειακού μορφώματος στον πλανήτη. Μιας χώρας που έγινε ανεξάρτητο κράτος νωρίτερα από κάθε άλλο στα Βαλκάνια, αποκτώντας το πρώτο πανεπιστήμιο της χερσονήσου. Μιας χώρας ανάμεσα στις 30 πιο αναπτυγμένες του πλανήτη ως προς το Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index) του ΟΗΕ, παρά την υποχώρηση που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία λόγω της μεγάλης κρίσης που περάσαμε. Μιας χώρας όμως που παραμένει χωρίς κανένα πανεπιστήμιό της στα πρώτα πενήντα ή εκατό στον κόσμο!
Δίνουν έτσι την εντύπωση ότι ενδιαφέρονται περισσότερο να κρύψουν την πραγματικότητα, αντί να "σηκώσουν τα μανίκια" και να "στρωθούν στη δουλειά", να σχεδιάσουν και να ηγηθούν της προσπάθειας να αλλάξουν, να εξελιχθούν, να βελτιωθούν και να βελτιώσουν τη διεθνή τους θέση.
Με τον τρόπο αυτό όμως, τα ελληνικά πανεπιστήμια αδικούν συχνά τον εαυτό τους, και κυρίως τις πολλές νησίδες διεθνούς αριστείας που έχουν αναπτυχθεί στο εσωτερικό τους, στις οποίες όχι σπάνια, χρωστούν και τη θέση που καταλαμβάνουν διεθνώς. Μια εικόνα που επίσης αμαυρώνεται από όψεις υποβάθμισής τους που δεν συμπεριλαμβάνονται ποτέ στα κριτήρια των διεθνών κατατάξεων, όπως τα περιστατικά βίας, ο φόβος της ελεύθερης έκφρασης στους χώρους τους, ή η κατάσταση των υποδομών τους και οι -πάντοτε ατιμώρητοι- βανδαλισμοί τους.
Ακόμα όμως περισσότερο, οι διοικήσεις τους δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τις προσδοκίες της ευρύτερης κοινωνίας και της πολιτείας, ιδίως όταν γίνεται φανερό ότι πανεπιστήμια από χώρες είτε λιγότερο αναπτυγμένες από την Ελλάδα (πχ. Τουρκία), είτε μικρότερες (Δανία, Βέλγιο κλπ), είτε έγιναν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης μετά την Ελλάδα (Ισπανία, Πορτογαλία, Κροατία, κλπ.) καταλαμβάνουν υψηλότερες θέσεις από τα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η πραγματική θέση των ελληνικών ιδρυμάτων στον παγκόσμιο χάρτη των πανεπιστημίων είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Δεν είναι μόνο δείκτης ποιότητας και πηγή εθνικής υπερηφάνειας. Είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για την στρατηγική διεθνοποίησής τους, την προσέλκυση σε αυτά καλών επιστημόνων (Ελλήνων και μη) από άλλες χώρες, την προσέλκυση ερευνητικών και άλλων επενδύσεων από άλλες χώρες, και την προσέλκυση φοιτητών. Με άλλα λόγια, η διεθνής θέση των ελληνικών πανεπιστημίων μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη των ίδιων των πανεπιστημίων, στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την αύξηση της απασχόλησης, με καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, στην αντιστροφή του brain-drain και στην μετατροπή του σε brain-gain, καθώς και στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος που αντιμετωπίζουμε.
Με άλλα λόγια, έχουμε πολύ σοβαρούς λόγους να ασχοληθούμε σοβαρά με την ποιότητα της λειτουργίας και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της λειτουργίας των πανεπιστημίων, ώστε να βελτιωθεί σημαντικά και η πραγματική τους θέση διεθνώς, βελτιώνοντας ανάλογα και τη θέση τους στις ποικίλες διεθνείς κατατάξεις. Ώστε όχι μόνο να αντιστοιχεί στη διεθνή θέση της χώρας συνολικά, αλλά και, να την ξεπερνά, ει δυνατόν.
Τι να κάνουμε;
Έχοντας πάντοτε υπόψη ότι τα αποτελέσματα αργούν να έρθουν, απαιτείται, να θέσουμε ορισμένους στόχους, καταρχάς, μέχρι το 2030. Στόχους συγκεκριμένους και μετρήσιμους, με ενδιάμεσα ορόσημα. Για το σύνολο των ιδρυμάτων, αλλά και για κάθε επιμέρους ίδρυμα και μονάδα του ξεχωριστά.
Απαιτείται, για αυτό μακροπρόθεσμος σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο κάθε ιδρύματος και επιμέρους Σχολής και ακαδημαϊκής ή ερευνητικής μονάδας του. Με περαιτέρω ενίσχυση της αυτονομίας και της ευελιξίας των πανεπιστημίων (π.χ. για την ίδρυση/κατάργηση Τμημάτων και την δυνατότητα εσωτερικής αναδιάρθρωσης με δικές τους αποφάσεις), πάντα με παράλληλη ενίσχυση της λογοδοσίας των οργάνων διοίκησής τους, από ανεξάρτητα όργανά τους. Με καλά επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη εκπαιδευτική και ερευνητική στρατηγική, κάθε μονάδας και ιδρύματος.
Απαιτείται, επίσης, στοχευμένη χρηματοδότηση, ύστερα από αξιολόγηση σε όλα τα επίπεδα. Με αξιοκρατία και διαφάνεια παντού. Από τη χρηματοδότηση των τακτικών λειτουργικών δαπανών των πανεπιστημίων από το υπουργείο, μέχρι τη χρηματοδότηση της έρευνας και την κατανομή όλων των πόρων είτε του ΕΣΠΑ, είτε του Ταμείου Ανάκαμψης σε αυτά.
Αξιολόγηση παντού, με ανάδειξη και επιβράβευση της ερευνητικής και εκπαιδευτικής αριστείας! Και θα έρθει και η βελτίωση στις διεθνείς κατατάξεις! Σε αντιστοιχία και με τη διεθνή θέση της χώρας!
Οι παρεμβάσεις που έγιναν τα τελευταία χρόνια, δεν αρκούν. Τα λάθη που έγιναν, πρέπει να διορθωθούν. Χρειάζεται να προχωρήσουμε με μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα. Όπως είπε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην πρόσφατη ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής "στην ανώτατη εκπαίδευση έχουμε ακόμα πολλή δουλειά να κάνουμε".
Είναι κι αυτό ένα από τα σημαντικά διακυβεύματα των εκλογών που ορίστηκαν για τις 21 Μαίου!
Ωραία λόγια που δεν συνάδουν με την πραγματικότητα:
1. Επανάληψη των αποτυχημένων συμβουλίων των ΑΕΙ, μάλιστα με ζυγό αριθμό
μελών του εσωτερικού συμβουλίου για να οδηγεί τα μέλη ΔΕΠ σίγουρα σε επιπλέον αντιπαλότητες.
2. Τα ΑΕΙ διαχρονικά δεν έχουν το δικαίωμα να ορίσουν τον αριθμό εισακτέων γιατί ουδε΄ποτε το Υπουργείο Παιδείας δεν έλαβε υπόψη τις πραγματικές ανάγκες τους.
Επομένως ο αρθρογράφος απλώς αερολογεί για πολλοστή φορά.