Του Δημήτρη Καραδήμα*
Ο θεσμός των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων τείνει να εδραιωθεί πλέον στα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας μας. Τον δρόμο άνοιξε το ΕΚΠΑ, το ΑΠΘ και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο που απετέλεσαν ιδρυτικά μέλη των πρώτων Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (φέρουν αντίστοιχα τα ονόματα CIVIS, EPICUR και ΕU-CONEXUS) τα οποία άρχισαν να λειτουργούν από το φθινόπωρο του 2019. Τα επόμενα χρόνια και άλλα πανεπιστήμια ανταποκρίθηκαν σε ανάλογες προσκλήσεις της ΕΕ και έτσι ο κατάλογος των ελληνικών ΑΕΙ που συμμετέχουν σήμερα σε ευρωπαϊκά δίκτυα πανεπιστημίων έχει επιμηκυνθεί σημαντικά. Πρόκειται (με αλφαβητική σειρά) για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και το Πολυτεχνείο Κρήτης.
Δέκα από τα είκοσι τέσσερα δημόσια ελληνικά ΑΕΙ έχουν επιλέξει αυτόν τον ιδιαίτερο δρόμο για την περαιτέρω ανάπτυξη και διεθνοποίησή τους – μια ουσιαστική διεθνοποίηση που υπηρετεί το όραμα της ενωμένης Ευρώπης και σέβεται τις ακαδημαϊκές αξίες. Όπως είχα την ευκαιρία να αναφέρω και με άλλη ευκαιρία, κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα που συμμετέχει στο νέο αυτό εγχείρημα εντάσσεται πλήρως σε ένα νέο διεθνές πλαίσιο λειτουργίας που απαντά στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με τη συνεργασία. Το σύνηθες μοντέλο διεθνοποίησης που στηρίζεται απλά στην προσέλκυση ξένων φοιτητών και/ή δημιουργία παραρτημάτων σε άλλες χώρες (και το οποίο έχει βασική επιδίωξη το οικονομικό όφελος) φαίνεται πλέον μονοδιάστατο και δεν ικανοποιεί, αν το κρίνει κανείς με όρους ακαδημαϊκούς. Ο θεσμός των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων προτείνει ένα νέο τύπο διεθνοποίησης. Το περιβάλλον στο οποίο κινούνται τα ιδρύματα-μέλη ενός Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου είναι εξ ορισμού διεθνές και εκεί δοκιμάζεται κάθε πτυχή της λειτουργίας τους και κάθε οργανωτική δομή τους (η ποιότητα της εκπαίδευσης, η δημιουργία κοινών προγραμμάτων και, σε κάποιο βάθος χρόνου, κοινών τίτλων, η έκταση των διεθνών ερευνητικών συνεργασιών, η συμβολή στην καινοτομία, η εξωστρέφεια σε τοπικό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, η προσέλκυση ξένων φοιτητών στο πλαίσιο ανταλλαγών ή στο πλαίσιο ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η αποτελεσματικότητα των διοικητικών δομών κλπ.). Τέλος, η ίδια η συγκρότηση των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων αποτελεί μια τεράστια καινοτομία στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τούτων δοθέντων, η χάραξη της εθνικής στρατηγικής για την Ανώτατη Εκπαίδευση πρέπει πλέον να λάβει υπόψη της τα νέα δεδομένα. Ο θεσμός των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων ήρθε για να μείνει και τα ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα που αποτελούν μέλη των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων έχουν και θα έχουν ανάγκη θεσμικών διευκολύνσεων, ειδικής οικονομικής ενίσχυσης από εθνικούς πόρους και πολιτικής (και ταυτόχρονα ηθικής) στήριξης από την πολιτεία.
Σε ό,τι αφορά στο θεσμικό πλαίσιο, το Υπουργείο Παιδείας έτεινε ευήκοον ους στα αιτήματα για νομοθετικές ρυθμίσεις που διευκολύνουν τη συνεργασία και επιτρέπουν την εμβάθυνση και επέκτασή της (ξενόγλωσσα μαθήματα, ευελιξία στη δημιουργία κοινών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, θερινά και χειμερινά σχολεία, δυνατότητα λελογισμένης χρήσης των εξ αποστάσεως μαθημάτων, δυνατότητα δημιουργίας εταιρειών με ιδιαίτερη νομική μορφή κλπ). Πρέπει, ωστόσο, να τονισθεί ότι και το επόμενα χρόνια, και ιδιαίτερα μέχρι να διαμορφωθεί ένας σταθερός τρόπος λειτουργίας σε κάθε Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, η ανάγκη για μικρότερες ή μεγαλύτερες νομοθετικές προσαρμογές σε εθνικό επίπεδο θα εξακολουθήσει να υπάρχει.
Στο οικονομικό σκέλος, επίσης, επεδείχθη θετική διάθεση εκ μέρους του Υπουργείου και αποφασίστηκε να δοθεί στα Πανεπιστήμια το ποσό που αντιστοιχεί στην εθνική (ή ιδία) συμμετοχή. Αυτό είναι αναμφισβήτητα βοηθητικό. Εντός ενός Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου, όμως, υπάρχει ευγενής άμιλλα, η οποία δεν σχετίζεται μόνο με την εκπαιδευτική και ερευνητική συμβολή εκάστου ιδρύματος, αλλά και με την προθυμία και δυνατότητά του να πάρει πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα και να προωθήσει τη συνεργασία σε όλους τους τομείς (την κινητικότητα φοιτητών και εργαζομένων, τη σχέση με την τοπική κοινωνία και τους κοινωνικούς εταίρους, την ανάπτυξη των σχέσεων με άλλες συμμαχίες πανεπιστημίων ή με πανεπιστήμια εκτός Ευρώπης κλπ). Αυτές οι πρωτοβουλίες προωθούν την πολιτική εκάστου Πανεπιστημίου εντός μιας συμμαχίας και τελικά διαμορφώνουν την πολιτική της συμμαχίας, του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου, εντός του ευρωπαϊκού χώρου και όχι μόνο. Για να αποκτήσουν τα ελληνικά ιδρύματα τη δυνατότητα τέτοιων παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών, θα πρέπει να αναθεωρηθεί η οικονομική πολιτική που αρκείται στην χορήγηση, εκ μέρους της πολιτείας, του μικρού ποσού της ιδίας συμμετοχής. Η εμπειρία που έχουμε από το CIVIS μας λέει ότι όλες οι άλλες χώρες δεν συνδέουν την ενίσχυση αυτή με το ποσό της ιδίας συμμετοχής και χρηματοδοτούν τα πανεπιστήμιά τους (τα μέλη των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων) με ποσά πολλαπλάσια αυτής.
Τα προαναφερθέντα, τόσο η θεσμική όσο και η οικονομική ενίσχυση, αποτελούν δείγματα πολιτικής στήριξης. Ωστόσο, αυτό που χρειάζεται ένας νέος θεσμός, όπως τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, για να εδραιωθεί και να προχωρήσει με επιτυχία, είναι να τον αγκαλιάσουν οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ – εν προκειμένω της χώρας μας – με ενθουσιασμό και πίστη στη χρησιμότητα και τις δυνατότητές του. Στη δική μας περίπτωση αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει και θεσμική εγρήγορση να υπάρχει εκ μέρους της πολιτείας και οικονομική ανταπόκριση αντίστοιχη αυτής άλλων ευρωπαϊκών χωρών και αναγνώριση της σημασίας του εγχειρήματος με τη ρητή συμπερίληψή του στην εθνική στρατηγική για την ΑΕ και προβολή του στην ελληνική κοινωνία. Η υψηλού επιπέδου εκπαίδευση, η πρωτοπόρος έρευνα, η καινοτομία και η σταθερή προσφορά στην κοινωνία μπορεί να προέλθουν μόνο από το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο που συμπορεύεται σε στενή συνεργασία με αντίστοιχα ευρωπαϊκά ιδρύματα.
Πέρα από την έμπρακτη αναγνώριση, εκ μέρους της πολιτείας, της ιδιαίτερης σημασίας που έχει η συμμετοχή των ιδρυμάτων μας στα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, υπάρχουν δύο βήματα που θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο, πιστεύω, να γίνουν χωρίς καθυστέρηση, για να διευκολυνθεί η πορεία όλων και να διασφαλισθεί η συνέχεια. Το πρώτο από αυτά είναι υπόθεση των δέκα πανεπιστημίων που συμμετέχουν σε ευρωπαϊκές συμμαχίες. Θα ήταν πολύ βοηθητικό να δημιουργηθεί ένα δίκτυο μεταξύ τους (άτυπο ενδεχομένως) με σκοπό την αλληλοενημέρωση, την ανταλλαγή καλών πρακτικών, τη μεταφορά εμπειρίας από τα παλαιότερα μέλη προς τα νεότερα και την εφαρμογή κοινής πολιτικής, όπου αυτό απαιτείται. Το δεύτερο βήμα είναι υπόθεση του Υπουργείου Παιδείας. Θα πρέπει να υπάρχει μια υπηρεσία ή τουλάχιστον κάποιος υπηρεσιακός παράγων που θα παρακολουθεί την πορεία των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, θα έχει πλήρη και σαφή ενημέρωση, θα είναι ο σύνδεσμος των Πανεπιστημίων με την πολιτική ηγεσία για τα εν λόγω θέματα και θα αποτελεί εγγύηση συνέχειας, όταν αλλάζει ο Υπουργός ή η Κυβέρνηση. Πρέπει να διασφαλίζεται η συνέχεια, ώστε η γνώση και η εμπειρία σχετικά με έναν θεσμό υπό διαμόρφωση να αξιοποιείται, όταν υπάρχει, και να μην χάνεται δημιουργώντας καθυστερήσεις και επικίνδυνα πισωγυρίσματα. Το πρόβλημα της συνέχειας, όμως, είναι και εσωτερικό πρόβλημα των ιδρυμάτων και θα πρέπει να το διαχειριστούν με ιδιαίτερη προσοχή και υπευθυνότητα.
* Ο Δημήτρης Καραδήμας είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και τέως Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας του ΕΚΠΑ.
Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ειναι προγράμματα τα οποία λήγουν. Δεν ειναι σαφές τι σημαινει στρατηγικη. Η στρατηγική είναι το συνολο των δράσεων για να φτάσεις σε ένα στόχο. Ποιός ειναι ο στόχος? Να πηγαινουν φοιτητες εδω και εκεί? Αυτο δεν ειναι ουτε green ουτε οικονομικό. Ο στοχος οπως λενε και οι υπολοιποι σχολιαστές ειναι απλά να αποροφήσουμε τα χρήματα. Τα ελληνικά ΑΕΙ δεν ειναι βιώσιμα οταν εξαρτώνται για τα πάντα απο το κράτος.