Στα ζητήματα της αξιολόγησης, του ελέγχου, του εθνικού σχεδιασμού, της οικονομικής στήριξης και της λογοδοσίας και αξιοπιστίας των μη κρατικών πανεπιστημίων εστίασε η τρίτη θεματική συζήτηση της ημερίδας, που διοργάνωσαν το InSocial και οι τομείς Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής. Στην ενότητα με τίτλο «Μη Κρατικά: Κανόνες, όροι και προϋποθέσεις», συμμετείχαν ο Ομότιμος Καθηγητής Επικοινωνιών και Πληροφορικής στο Ε.Μ.Π., κ. Βασίλης Μάγκλαρης, ο Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Ε.Κ.Π.Α., κ. Γιάννης Πανούσης και ο Ομότιμος Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επικεφαλής του InSocial, κ. Νίκος Χριστοδουλάκης.
Ο κ. Μάγκλαρης ξεκινώντας την παρέμβασή του άσκησε κριτική στην κυβέρνηση, σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «μας σέρνει σε έναν τραγέλαφο, έχοντας ξεκινήσει αυτόν τον διάλογο μονομερώς, με αδιαφάνεια, πολυπλοκότητα και υπεραπλουστεύσεις, που δίνουν τη δυνατότητα ερμηνειών κατά το δοκούν για να καταλήξει σε ένα σχέδιο νόμου με 205 άρθρα που βγαίνει σε μία διαβούλευση των 10 ημερών».
Μιλώντας για τα ζητήματα της αξιολόγησης και πιστοποίησης των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων διεθνώς, σημείωσε πως στη χώρα μας υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των πτυχίων των Α.Ε.Ι. και των επαγγελματικών δικαιωμάτων και των αδειών εξασκήσεως επαγγέλματος. Αναφερόμενος στο παράδειγμα των ΗΠΑ, εξήγησε πως η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος για επαγγέλματα που απαιτούν τέτοιου είδους πιστοποίηση, όπως γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, μηχανικοί, δίνεται από επιμελητήρια -και πολιτειακά- μετά από εξαντλητικές εξετάσεις, που κρατούν ακόμη και χρόνια, με σημαντικό κριτήριο την αποδεδειγμένη εργασιακή εμπειρία εκτός πανεπιστημίων.
«Τα επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα μας δίνονται μέσα από τελείως τυπικές και ανούσιες εξετάσεις», είπε ο κ. Μάγκλαρης, υπογραμμίζοντας πως στο σχέδιο νόμου προβλέπεται η πιστοποίηση μέσα από την εθνική επιτροπή ανώτατης εκπαίδευσης, κατ’ αναλογία με τα δημόσια Α.Ε.Ι., χωρίς όμως αυτό να εξηγείται. «Για να λειτουργήσει ένα τέτοιου τύπου σύστημα, θα απαιτηθούν κοστοβόρα και πολυπληθή κέντρα κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών που θα ψάχνουν σε βαθιά νερά», ανέφερε, κάνοντας λόγο για ένα αδιαφανές και διαβλητό πλαίσιο ποιότητας και ασαφείς όρους αξιολόγησης των μη κρατικών πανεπιστημίων.
Στην ανάγκη μίας συνολικής αντιμετώπισης της Παιδείας, αναφέρθηκε ο κ. Πανούσης, διακρίνοντας σήμερα στα ελληνικά πανεπιστήμια «μία κρίση ρόλου και φυσιογνωμίας μία εσωτερική κρίση διαφάνειας και λογοδοσίας, ίσως και στόχων», έχοντας παραποιήσει την έννοια της αυτοδιοίκησης σε μία σχεδόν μη ελεγχόμενη εσωτερική ισορροπία δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, προέκρινε αντί της χρήση του όρου κρατικά, να επικρατήσει ο όρος δημόσια πανεπιστήμια, τα οποία οφείλουν να λογοδοτούν στην κοινωνία, με τα μη δημόσια στον αντίποδα.
Μεταξύ των κρίσιμων ζητημάτων που χρήζουν απάντησης, έθεσε τον ακαδημαϊκό και χωροταξικό χάρτη, που μια πολιτεία οφείλει να σχεδιάζει με πυρήνα το δημόσιο πανεπιστήμιο, τις ανάγκες σε νέα γνωστικά αντικείμενα και τις αδυναμίες της, ώστε εν συνεχεία να καλέσει αυτούς που θα πλαισιώσουν τα μη δημόσια πανεπιστήμια. «Δεν μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει. Απαιτείται εθνικός σχεδιασμός για την Παιδεία. Ήδη η γεωγραφική κατανομή είναι στρεβλή, με την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη να έχουν τα πάντα», σχολίασε.
Ως προς τις διαδικασίες επιλογής επιστημονικού προσωπικού, ο κ. Πανούσης σχολίασε χαρακτηριστικά πως «δεν μπορεί να είναι prêt-à-porter, να σου φέρνουν ανθρώπους από το εξωτερικό των οποίων τα κριτήρια επιλογής δεν τα γνωρίζεις. Η ελληνική πολιτεία θα πρέπει να έχει λόγο, με τη συνύπαρξη στα εκλεκτορικά συμβούλια ανθρώπων της εσωτερικής ακαδημαϊκής οικογένειας». Κλείνοντας εστίασε στο τετράπτυχο «κοινωνική δικαιοσύνη – διαφάνεια – λογοδοσία – μηχανισμοί ελέγχου».
«Στην Ελλάδα θα πρέπει να δώσουμε έμφαση, χωρίς να οχυρωθούμε απλώς πίσω από ένα συνταγματικό φρούριο, στο πώς θα οργανώσουμε και θα κατοχυρώσουμε τη στρατηγική υπεροχή του δημόσιου πανεπιστημίου», είπε, ανοίγοντας την παρέμβασή του ο κ. Χριστοδουλάκης, με δύο διαπιστώσεις. Πρώτον, ότι σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν υπάρχουν δεσπόζοντα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πλην Κύπρου και Λετονίας, και δεύτερον ότι ενώ σε καμία άλλη χώρα δεν υπάρχει απαγόρευση σύστασης μη κρατικών πανεπιστημίων, συγχρόνως παραμένουν κυρίαρχα τα δημόσια πανεπιστήμια.
Ο κ. Χριστοδουλάκης άσκησε κριτική την πρόβλεψη του υποβληθέντος νομοσχεδίου για τον τρόπο ίδρυσης των ιδιωτικού χαρακτήρα πανεπιστημίων με την υποβολή αιτήσεων που θα αξιολογούνται από κάποια αρχή, διότι θα έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση πολλών αιτήσεων και πίεσης στις ρυθμιστικές αρχές του Υπουργείου Παιδείας. «Στην Ελλάδα στο τέλος νικούν οι αιτήσεις και χάνουν οι κανόνες», προειδοποίησε, ενώ εστίασε και στο θολό πλαίσιο επί του οποίου θα διεκδικήσουν να αδειοδοτηθούν, σε απόλυτη αντιδιαστολή με τα δημόσια πανεπιστήμια, κάνοντας λόγο για «μείζονα καταπάτηση της ισονομίας και της ισότητας».
Στο ζήτημα των επενδύσεων, επισήμανε ακόμα μία ανισότητα, καθώς στα μη κρατικά πανεπιστήμια απαιτούνται συνολικές επενδύσεις και συνολικές υποδομές, ενώ στα δημόσια απαιτούνται επιμέρους προδιαγραφές για κάθε τμήμα και κάθε σχολή, αποδυναμώνοντας την ευελιξία των δημοσίων πανεπιστημίων. Ανέδειξε την ανάγκη μιας νέας ρυθμιστικής αρχής, που θα λογοδοτεί στη Βουλή και την κοινωνία, θα δημοσιεύει, θα συγκρίνει και θα κατατάσσει τα ακαδημαϊκά ιδρύματα με μια σειρά αποδεκτών κριτηρίων, βάσει της ποιότητας σπουδών και των επιδόσεων των φοιτητών.
Τέλος, χαρακτήρισε ως «ελέφαντα στο δωμάτιο», το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κολλεγίων, καθώς πέρσι η αρμόδια υπουργός απένειμε άνευ αξιολόγησης και αναδρομικά επαγγελματικά δικαιώματα σε 30 κολλέγια. «Σήμερα συζητάμε το έλασσον, ενώ το μείζον ήδη μας περιβάλλει και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Τι κάνουμε με τη λαθραία διανομή επαγγελματικών δικαιωμάτων που έγινε παραμονές εκλογών;», είπε χαρακτηριστικά.
Προτεραιότητα το Δημόσιο πανεπιστήμιο
Ο Χρήστος Μπούρας, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών ξεκίνησε την ομιλία του με την αποστροφή «αυτοδιοίκητο: ξεχάστε το! Είναι ένας μύθος». Επισήμανε τη στρέβλωση του ακαδημαϊκού χάρτη, καθώς έχουμε 24 πανεπιστήμια, αλλά δεν εξασφαλίζεται η ποιοτική κρατική χρηματοδότησή τους. «Ρωτώ το πολιτικό σύστημα: χρειαζόμαστε όλα αυτά τα πανεπιστήμια; Δεν απαντά κανείς λόγω του πολιτικού κόστους, που είναι ο καρκίνος της κατάστασης». Ο κ. Μπούρας υπογράμμισε ότι η χώρα δεν έχει σοβαρή μεταλυκειακή και τεχνολογική εκπαίδευση.
«Ντρέπομαι ως Πρύτανης ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, κάποιοι να ρίχνουν τους servers στο εμβληματικότερο πανεπιστήμιο της χώρας, το Καποδιστριακό. Πρέπει να καταδικαστεί ομόφωνα» σημείωσε αναφερόμενος σε φαινόμενα βίας εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Ο Γιώργος Λιτσαρδάκης, Γραμματέας της ΠΟΣΔΕΠ, μιλώντας για τον ακαδημαϊκό χάρτη τόνισε ότι «αν είναι απαραίτητη προϋπόθεση ο σχεδιασμός πριν τη σύνταξη ενός νόμου-πλαίσιο για τα πανεπιστήμια -όπως διαρκώς το επισημαίνουμε αφού η νομοθεσία αλλάζει κάθε τόσο-, πολύ περιςσότερο είναι προϋπόθεση για όποια συζήτηση για αλλαγές ή ανατροπές συνταγματικής κλίμακας, οι οποίες ως τέτοιες πρέπει να εξεταστούν σε μια διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης και όχι να επιβάλλονται με απλή κυβερνητική πλειοψηφία μετά από διαβούλευση δέκα ημερών».
«Τα τελευταία είκοσι χρόνια κανένας πρύτανης δεν έχει επανεκλεγεί με το ίδιο σύστημα εκλογής. Μάλιστα υπήρξε και η περίπτωση όπου το σύστημα εκλογής άλλαξε η ίδια υπουργός και όχι η επόμενη» συμπλήρωσε.
Η Ευγενία Μπουρνόβα, Καθηγήτρια Ε.Κ.Π.Α.και αν.γραμματέας τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής ανέπτυξε το ζήτημα των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων.
«Ο πρώτος μισθός στην πανεπιστημιακή βαθμίδα, αυτός του επίκουρου καθηγητή, δηλαδή για μια γυναίκα ή έναν άνδρα γύρω στα 40 του χρόνια, είναι 1.300 ευρώ. Μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας θα φτάσει τις 2.300 ευρώ. Υπάρχει άραγε ένας νέος που έχει όνειρό του να γίνει πανεπιστημιακός;» αναρωτήθηκε με νόημα. «Είναι ντροπή αυτός ο μισθός για όσους μιλούν για brain gain» πρόσθεσε η κυρία Μπουρνόβα.
«Δεν μπορεί να έχουμε 400 φοιτητές για ένα μάθημα. Τόσους έχω» υπογράμμισε η Ε. Μπουρνόβα σχετικά με την αναλογία διδασκόντων/φοιτητών, που είναι βασικό κριτήριο για τις διεθνείς κατατάξεις και μέσω αυτής της αναλογίας ανεβαίνει ο δείκτης ποιότητας κάθε πανεπιστημίου. «Σε αυτόν τον δείκτη είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη» κατέληξε η Ε. Μπουρνόβα ξεκαθαρίζοντας ότι κάθε καθηγητής πρέπει να έχει το πολύ 20 φοιτητές για να τους εισαγάγει στην έρευνα.
Ο Ηλίας Τσαβαλής, Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αναφέρθηκε σε θέματα έρευνας και καινοτομίας.
Παρουσίασε συγκριτικά στοιχεία τριών πανεπιστημίων, σύμφωνα με τα οποία «στα χρόνια της οικονομικής κρίσης τα καταφέραμε καλά, αλλά από το 2017 και μετά υπάρχει μια πραγματική κόπωση και προέρχεται από τις συνεχείς αλλαγές στο ελληνικό πανεπιστήμιο».
«Υπάρχει έλλειψη ενός φιλικού ερευνητικού περιβάλλοντος και κινήτρων. Φυγή ακαδημαϊκών στο εξωτερικό, υπερβολικός διδακτικός φόρτος, γραφειοκρατικές διαδικασίες εξέλιξης και πρόσληψης μελών ΔΕΠ αλλά και συνεχείς αλλαγές στο νομικό πλαίσιο των ΑΕΙ» επισήμανε ο κ. Τσαβαλής ότι πρέπει να τεθούν επί τάπητος για τη βελτίωση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Το θεσμικό πλαίσιο και οι συνταγματικοί περιορισμοί σχετικά με τις αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση συζητήθηκαν στην πρώτη θεματική ενότητα της ημερίδας του InSocial και των τομέων Παιδείας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής με θέμα: «Πανεπιστήμια: Ανοίγουμε τον διάλογο». Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Ε.Κ.Π.Α., κ. Νίκος Αλιβιζάτος, ο Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κ. Ξενοφών Κοντιάδης και ο Συνταγματολόγος και πρώην Ευρωβουλευτής, κ. Κώστας Μποτόπουλος.
Κάνοντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή, ο κ. Αλιβιζάτος σημείωσε πως το δικαίωμα της ίδρυσης ιδιωτικών σχολείων κατοχυρώνεται από την πρώτη στιγμή της Γαλλικής Επανάστασης και είναι σύμφυτο με την έννοια της ελευθερίας της γνώμης και της διάδοσης ιδεών. Χαρακτήρισε, δε, ως παγκόσμια ιδιομορφία το να απαγορεύεται στη χώρα μας η σύσταση ανωτάτων σχολών από ιδιώτες, με την υποχρέωση αυτές να είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), ενώ υπάρχουν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στις υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Έκανε λόγο για έναν «καταθλιπτικό εξισωτισμό», σχολιάζοντας πως δεν είναι δυνατόν ένας καλός καθηγητής που κάνει όλα του τα μαθήματα και ένας που δεν πατάει στο πανεπιστήμιο να έχουν τον ίδιο μισθό και την ίδια εξέλιξη, μιλώντας για «παρενέργειες του κακώς νοούμενου μονοπωλίου», που καθιστούν την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος αναγκαία.
Εξέφρασε, δε, την άποψη πως, βάσει του ενωσιακού δικαίου, η ερμηνεία της επ’ αμοιβή διδασκαλίας ως υπηρεσία που πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα μεταξύ των κρατών-μελών, βοηθά να δούμε τη σύσταση ανωτάτων σχολών υπό το πρίσμα της λειτουργίας παραρτημάτων. «Αυτό είναι το συνταγματικό θέμα που δεν αλλοιώνει την κρίσιμη συνταγματική διάταξη», κατέληξε ο κ. Αλιβιζάτος.
Από την πλευρά του, ο κ. Κοντιάδης επέμεινε στη σαφή και ρητή ρύθμιση του Συντάγματος, υπογραμμίζοντας πως το άρθρο 16 υιοθετήθηκε με μεγάλη συναίνεση από τις δυνάμεις που ψήφισαν το ισχύον Σύνταγμα το 1975, με τις αναθεωρήσεις από τότε να μην το έχουν αγγίξει. «Δεν μπορούμε να μιλάμε για ρύθμιση που είναι απαξιωμένη ή μπορεί να ξεπεραστεί σύμφωνα με ερμηνεία. Αλλά για μια διάταξη που θα πρέπει να αναθεωρηθεί. Το εάν αυτό είναι σκόπιμο είναι μια μεγάλη συζήτηση. Όμως μέχρι να αναθεωρηθεί θα πρέπει να το σεβαστούμε», τόνισε, διερωτώμενος για τη βιασύνη της κυβέρνησης να φέρει το επικείμενο σχέδιο νόμου, ενώ μπορούσε να ανοίξει τη συζήτηση με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση που έχει εξαγγελθεί πως θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο.
«Αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι τόσο ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτατης εκπαίδευσης, αλλά πρωτίστως η αξιοπιστία και η εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος», ανέφερε. Σημείωσε, μάλιστα, πως «το να προχωρήσει μία ρύθμιση που θα παρακάμπτει το άρθρο 16 θα είναι ένας ακόμα κρίκος σε μία αλυσίδα παραβιάσεων», υπενθυμίζοντας πως η κυβέρνηση έχει υποδεχθεί το κράτος δικαίου με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, υπέστη προ δύο ημερών την καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και έχει παραβιάσει μια σειρά δικαιωμάτων με τρόπο αδιανόητο.
Ο κ. Κοντιάδης επέστησε την προσοχή και στον κίνδυνο που απειλεί τα υποστελεχωμένα, υποχρηματοδοτούμενα, ενίοτε και λοιδορούμενα δημόσια πανεπιστήμια, ιδίως της περιφέρειας, να αποψιλωθούν και να υποστούν μαρασμό, με την άνθιση των παραρτημάτων ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Για παράκαμψη και άρα παράβαση του Συντάγματος, έκανε λόγο ο κ. Μποτόπουλος, εστιάζοντας την κριτική του σε πτυχές του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού που κατατέθηκε σε διαβούλευση. Σημείωσε, αρχικά, πως η κυβέρνηση εγκατέλειψε αυτό που αρχικώς έλεγε περί διεθνών συμφωνιών με ξένες χώρες (άρθρο 28 του Συντάγματος), που δεν υπάρχει πουθενά στην προτεινόμενη ρύθμιση.
Ως προς το εάν το σχέδιο νόμου αφορά σε παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, έθεσε το ερώτημα: «Ποιο παράρτημα απονέμει δικό του τίτλο σπουδών και όχι τον τίτλο της μητρικής του σχολής;», εξηγώντας πως ενώ, για παράδειγμα, η Σορβόννη έχει πάει στο Ντουμπάι και δίνει δίπλωμα Σορβόννης, τα ιδρύματα που θα έρθουν στην Ελλάδα ως παραρτήματα θα δίνουν ελληνικό τίτλο σπουδών.
Ο κ. Μποτόπουλος έκανε λόγο για «δήθεν παραρτήματα», καθώς το σχέδιο νόμου προβλέπει πως «αρκεί ακόμα και μία χαλαρή σύνδεση με το μητρικό ίδρυμα του εξωτερικού είτε υπό τη μορφή πιστοποίησης, είτε με τη μορφή δικαιόχρησης (franchising) -που είναι όμως οικονομική σχέση». Αναδεικνύοντας, ακόμη, το γεγονός πως μόνο το 80% των καθηγητών θα έχουν διδακτορικό, κατέληξε στο συμπέρασμα πως «αυτή η ρύθμιση παραβιάζει και τις τρεις διατάξεις του άρθρου 16. Την αναθεώρηση μπορούμε να τη συζητήσουμε, αλλά όχι στο όνομα νεφελωδών μεταρρυθμίσεων καταπατώντας τη μήτρα της Δημοκρατίας».
Έγιναν διαγνώσεις, θεραπεία δεν προτάθηκε (μάλλον δεν υπάρχει, δίχως αυτοδιοίκητο).