Με αίτηση που υπέβαλε στην Γραμματεία του Πανεπιστημίου, η ενάγουσα αιτήθηκε τη συμμετοχή σε κύκλο Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών.
Η αίτησή της αυτή έγινε δεκτή.
Ακολούθως, κλήθηκε να απαντήσει γραπτώς εάν αποδέχεται αφενός την ένταξή της στο συγκεκριμένο ΠΜΣ, αφετέρου τους όρους λειτουργίας του καθώς και να καταβάλει το ποσό των 1.000 ευρώ ως προκαταβολή αποδοχής της εν λόγω θέσης.
Σε απάντηση της σχετικής πρόσκλησης, η ενάγουσα υπέβαλε την από 4.9.2022 υπεύθυνη δήλωση, με την οποία συνομολόγησε ότι προτίθεται να παρακολουθήσει το επίμαχο ΠΜΣ και ότι γνωρίζει και αποδέχεται τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τον οικείο Κανονισμό Λειτουργίας.
Την ίδια ημέρα κατέθεσε στον υποδειχθέντα λογαριασμό το ποσό των 1.000 ευρώ.
Επιπροσθέτως, στις 17.10.2022, η ενάγουσα ολοκλήρωσε την εγγραφή της στο προαναφερόμενο πρόγραμμα, αφού κατέβαλε τέλη φοίτησης 1.000 ευρώ.
Ωστόσο, μετά την έναρξη των μαθημάτων και, συγκεκριμένα, στις 26.10.2022, ενημέρωσε την αρμόδια υπάλληλο ότι θα διακόψει τη φοίτησή της, επικαλούμενη προσωπικούς λόγους.
Περαιτέρω, αιτήθηκε την επιστροφή των τελών φοίτησης που είχε ήδη καταβάλει.
Η αίτησή της αυτή απορρίφθηκε με την από 14.11.2022 απόφαση της Συνέλευσης του Τμήματος.
Με την αγωγή της υποστήριξε ότι η σύμβαση που συνήψε με το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. για τη συμμετοχή της στο ΠΜΣ διέπεται από τις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και ότι η ίδια άσκησε, εντός 14 ημερών, το προβλεπόμενο από τον νόμο αυτόν δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση.
Ενόψει τούτων, επεδίωξε να υποχρεωθεί το Πανεπιστήμιο να της καταβάλει, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το προαναφερόμενο ποσό, κατά το οποίο κατέστη πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία.
Το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά έκρινε ότι η ένδικη απαίτηση απορρέει από την εκ μέρους του Πανεπιστημίου άσκηση συμβατικού δικαιώματος που προέρχεται από τη μεταξύ αυτού και της ενάγουσας σύμβασης, η οποία δεν αποτελεί δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών υπαγόμενη στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4412/2016 (πρβλ. ΣτΕ 1719/2020), προεχόντως διότι με αυτήν το Πανεπιστήμιο δεν καθίσταται αποδέκτης υπηρεσιών παρεχόμενων από τον αντισυμβαλλόμενό του (εν προκειμένω την ενάγουσα). Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει η προϋπόθεση για την, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ., ανάθεση της εκδίκασης της συγκεκριμένης διαφοράς στα διοικητικά δικαστήρια.
Η διαφορά που δημιουργήθηκε με την προβολή αξίωσης απορρέουσας από την ως άνω σύμβαση είναι διαφορά ιδιωτικού δικαίου και η επίλυσή της δεν ανήκει στη δικαιοδοσία των διοικητικών αλλά στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.
Ενόψει τούτων, η αγωγή απορρίφθηκε από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά , κατ’ άρθρο 12 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου.
Εντάξει, κάποιοι πρέπει να καταλάβουν τι σημαίνει υπογράφω ένα έγγραφο, δεσμεύω μια θέση, δίνω προκαταβολή. Τα πράγματα ήταν αρκετά απλά, οι όροι γνωστοί.