Ν. Αλέφαντος – Δ. Πάνος
Με την ολοκλήρωση της βαθμολόγησης των γραπτών στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, ολοκληρώθηκε μια χρονιά που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ορόσημο για τη διδασκαλία του μαθήματος, αλλά και για τις δυσκολίες που προέκυψαν σε αυτή – κάτι που αποτυπώθηκε τόσο στη θεματοδοσία όσο και στην αξιολόγηση του μαθήματος κατά τις Πανελλαδικές Eξετάσεις. Έχοντας πλέον την ολοκληρωμένη εικόνα ενός πλήρους ετήσιου κύκλου εφαρμογής του νέου Προγράμματος Σπουδών, μπορούμε να προβούμε σε μια σειρά από διαπιστώσεις – ενδεικτικού, ασφαλώς, και όχι αυστηρά ερευνητικού χαρακτήρα:
Α. Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι η διδασκαλία του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας, με την υποστήριξη της Λογοτεχνίας, που για πρώτη φορά συμπεριλήφθηκε στην εξέταση, απέκτησε νέα ώθηση και δυναμική. Κατά την Κειμενογλωσσολογία τα λογοτεχνικά κείμενα συνιστούν αυθεντικά κείμενα, τα οποία συμβάλλουν στη βαθύτερη κατανόηση των λειτουργιών της γλώσσας και του διαφορετικού υφολογικού επιπέδου που δημιουργείται ανάλογα με την περίσταση επικοινωνίας· έτσι οι μαθητές είχαν την ευκαιρία να αναζητήσουν σε βάθος και να ανακαλύψουν μορφές αποτύπωσης του νοήματος, εκφραστικής πλήρωσης και βιωματικής συμμετοχής στις οποίες (στην “παραδοσιακή” μορφή διδασκαλίας) συχνά δεν δινόταν ιδιαίτερη έμφαση. Με δεδομένη, επίσης, τη “διαλογική” οπτική μέσα από την οποία προσεγγίζονται τα κείμενα από το νέο Πρόγραμμα Σπουδών (κατά τη θεωρία της Διαλογικότητας του Μ. Μπαχτίν), η Λογοτεχνία γίνεται αφορμή για την ανάπτυξη “συνομιλιακών” κύκλων ανάμεσα στους μαθητές και το κείμενο, ανάμεσα σε κείμενα διαφορετικού είδους ή κειμενικού τύπου, αλλά και ανάμεσα στους μαθητές - αναγνώστες· διαμορφώνονται έτσι όροι ουσιαστικής πρόσληψης των κειμένων, οι οποίοι τροφοδοτούν την ελεύθερη και αυτενεργό έκφραση των μαθητών και τη διασύνδεσή της με την καθημερινή ζωή τους – κάτι που φαίνεται πως οι μαθητές εκτίμησαν ιδιαίτερα κατά τη χρονιά που τελειώνει.
Β. Μια δεύτερη θετική διαπίστωση αφορά την έμφαση που δόθηκε από το νέο Πρόγραμμα Σπουδών της Νεοελληνικής Γλώσσας στην προσέγγιση μιας ποικιλίας κειμένων προκειμένου να γίνουν αντιληπτές βασικές κειμενικές λειτουργίες (καταστασιακότητα, προθετικότητα, αποδεκτότητα, συνοχή, συνεκτικότητα, διακειμενικότητα) μέσα από την προώθηση των αρχών του κριτικού γραμματισμού και την ανάδειξη των πολυγραμματισμών. Αν και το σκεπτικό του Προγράμματος κατατείνει στο να δώσει στον μαθητή τη δυνατότητα πολυεπίπεδης κριτικής κατανόησης σε ένα ευρύ φάσμα κειμενικών μορφών και τρόπων, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι δεν τονίστηκε ιδιαίτερα η ανάγκη κριτικής ανάλυσης και κατανόησης των κειμένων, σε αντίθεση με την υπέρ το δέον έμφαση στον μετασχηματισμό των ιδεών των κειμένων αναφοράς προκειμένου να αξιοποιηθούν στην παραγωγή λόγου.
Γ. Η παραπάνω ετεροβαρής προσέγγιση εκφράστηκε με το αρχικό ΦΕΚ αξιολόγησης του μαθήματος του Ιουλίου 2019 (το οποίο ακολουθούσε τη βασική λογική του Προγράμματος Σπουδών), αλλά εν μέρει ξεπεράστηκε με το μεταγενέστερο ΦΕΚ αξιολόγησης (Αύγουστος 2019). Σε αυτό (πέρα από την, εσφαλμένη κατά τη γνώμη μας, θεματολογική και βαθμολογική υποβάθμιση της Λογοτεχνίας) αναφερόταν ότι κατά την παραγωγή λόγου (“Έκθεση”) ο μαθητής οφείλει να τοποθετηθεί κριτικά απέναντι σε ιδέες, στάσεις, απόψεις κ.ά. που προβάλλονται στα κείμενα αναφοράς (κι όχι απλώς να τα μετασχηματίσει). Η ασυμβατότητα αυτή ανάμεσα σε νέο Π.Σ. και στο ΦΕΚ αξιολόγησης του μαθήματος, σε συνδυασμό με την απουσία συντονισμένης επιμορφωτικής δράσης και με την ασάφεια σε αρκετά σημεία των οδηγιών διδασκαλίας για το μάθημα, προκάλεσε σύγχυση σε όσους δίδαξαν το μάθημα στη διάρκεια της χρονιάς – κάτι που ίσως αποτυπώνεται και σε απαντήσεις μαθητών στις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Δ. Η σύγχυση αυτή δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και τα θέματα που δόθηκαν στο τελικό κριτήριο αξιολόγησης, θέματα που χαρακτηρίζονταν από εμφανή διστακτικότητα για τη μετάβαση από το παλαιό στο νέο σύστημα διδασκαλίας και αξιολόγησης του μαθήματος. Αν και τα τρία κείμενα αναφοράς (εξαιρετικά, μολονότι το πρώτο, ως μη όφειλε, υπερβολικά διασκευασμένο) επιδέχονταν ερωτήσεις ελέγχου της γλωσσικής και κριτικής επάρκειας του μαθητή σύμφωνα με τα όσα το νέο Πρόγραμμα Σπουδών προτείνει, αρκετές από τις ερωτήσεις που προτιμήθηκαν “κοίταζαν” προς την παλαιά δομή των εξετάσεων· σε συνδυασμό μάλιστα με ασάφειες στις ενδεικτικές οδηγίες βαθμολόγησης που εστάλησαν στα βαθμολογικά κέντρα, έφεραν σε δύσκολη θέση τους συντονιστές βαθμολόγησης του μαθήματος και τους διορθωτές, οι οποίοι έπρεπε να έχουν επαρκείς γνώσεις και εξοικείωση με τις απαιτήσεις του Προγράμματος Σπουδών, για να μπορούν να ανταποκριθούν.
Παράλληλα, η επιλογή του θέματος της φιλαναγνωσίας για την παραγωγή λόγου, αν και θίγει ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας, κατέληξε στο να ωθήσει τους εξεταζόμενους στην αναπαραγωγή στερεοτύπων και (το κυριότερο) στο να υιοθετήσουν (όπως δεκαετίες τώρα στο μάθημα της Γλώσσας) θέσεις που δεν τους εκφράζουν – αυτό ακριβώς που το Πρόγραμμα Σπουδών ήθελε να καταργήσει.
Ε. Συμπερασματικά: το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας έκανε τη χρονιά που μας πέρασε τολμηρά βήματα προς τα εμπρός: με ανακολουθίες και αβεβαιότητες σίγουρα, αλλά και με ένα συνολικό θετικό πρόσημο που επιτρέπει να μιλάμε για ένα νέο τοπίο, για μια αναβαθμισμένη εκδοχή του μαθήματος και των δεξιοτήτων που καλλιεργεί. Οι δυσκολίες που προέκυψαν στην εφαρμογή του κατά τη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε, οι αμφισημίες που αναδείχτηκαν κατά την εξέταση στις Πανελλαδικές και οι όποιες αντιρρήσεις κατά καιρούς διατυπώνονται, δεν πρέπει να θολώσουν τη μείζονα εικόνα των νέων ευκαιριών που ανοίγονται για το μάθημα. Αρκεί να υπάρξει συνέχεια και εστιασμένες βελτιωτικές παρεμβάσεις, όπου κριθεί αναγκαίο – και όχι να πρυτανεύσει η λογική ότι στα νέα Προγράμματα Σπουδών που ετοιμάζονται, θα πρέπει για μια ακόμη φορά να ξεκινήσει από την αρχή το χτίσιμο, αντί να βασιστούν, για να προχωρήσυν παραπέρα, στα όσα ήδη έχουν επιτευχθεί.
Ο Νίκος Αλέφαντος είναι Διδάκτωρ Διδακτικής της Γλώσσας, Φιλόλογος στο Πρότυπο Λύκειο της Βαρβακείου Σχολής
Ο Δημήτρης Πάνος είναι επιστ. συνεργάτης του Παιδαγωγικού Τμήματος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Παν. Αθηνών, φιλόλογος στο Ιδ. ΓΕΛ “Η Ελληνική Παιδεία”.
Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ότι "καλοί" μαθητές δεν ανταποκρίνονται στο μάθημα της Έκθεση όμως αυτό δεν αποτελεί γενικό κανόνα. Όταν γράφουμε επιχειρήματα στην Έκθεση (Ιδεών) δεν εξασκούμαστε στο να διατυπώνουμε "θεώρημα-απόδειξη-πόρισμα", όπως στα Μαθηματικά ή τη Φυσική.
Αριστούχοι μαθητές μπορούν να γράψουν εξίσου καλά σε όλα τα μαθήματα, χωρίς μεγάλες διακυμάνσεις (πχ. βαθμολογία περίπου 15-16 μπορεί να είναι απολύτως αποδεκτή, σε αντίθεση με βαθμολογία 9-10, που δείχνει σοβαρά προβλήματα στο διαγώνισμα)
Το κατά πόσο μπορεί να εξεταστεί η Λογοτεχνία μαζί με την Έκθεση είναι ένα δύσκολο ζήτημα, ειδικά σε επίπεδο εισαγωγικών εξετάσεων για το πανεπιστήμιο. Το δεδομένο είναι ότι και τα δύο μαθήματα χρειάζονται αναβάθμιση στη διδασκαλία, ειδικά στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, καθώς οι μαθητές εμφανώς δεν έχουν επαφή με ποιοτικό γραπτό λόγο.
Όταν ένα κείμενο χρειάζεται καλύτερη "άσκηση πειθαρχίας", γιατί είναι γεμάτο συντακτικά και ορθογραφικά λάθη, σε μόλις 12 γραμμές, μάλλον οι αιτίες είναι βαθύτερες:
Δύο είναι τα ζητούμενα. Κατανόηση κειμένου και παραγωγή κειμένου. Η δομημένη σκέψη δεν καλλιεργείται από τα κείμενα η το μάθημα των νέων ελληνικών. Η δομημένη σκέψη είναι προκύπτει ως άσκηση πειθαρχίας. Η πειθαρχεια στη χρήση των εννοιών και στο επιχείρημα αναπτύσσεται και μέσα από τις θετικές επιστήμες λόγω του μονοσημαντου. Το συμπέρασμα είναι ότι οι διαχωρισμοί σε επίπεδο εκπαίδευσης δεν οδηγούν πουθενά. Η εκπαίδευση είναι εννιαια. Η λογοτεχνική πειθαρχεία των ποιητών δεν είναι εύκολο να αποτελέσει οδηγό όταν το κλειδί είναι η γνώση των ορίων της ίδιας της γλώσσας. Αντίθετα είναι παράδειγμα πλαστικότητας. Το ερώτημα παραμένει πως το λύκειο μπορεί να καθοδηγήσει ουσιαστικά το μαθητή και να του δείξει τους δρόμους της γλώσσας.