Γ.Μπαραλός
π.Πρόεδρος ΠΕΣΣ
Στις 14/01/2018 δημοσιεύτηκε μια «έρευνα» με τίτλο «Ο Ρόλος του Σχολικού Συμβούλου στην ενδυνάμωση των Εκπαιδευτικών, ως συνάρτηση της Επαγγελματικής τους Ανάπτυξης (μικρή έρευνα στη Μεσσηνία) » (Γ.Πλατάρος, https://www.esos.gr/arthra) η οποία δημιουργεί δυνάμει μια στρεβλή εντύπωση για τους Σχολικούς Συμβούλους.
Η «έρευνα» αντιμετωπίζει πλήθος προβλημάτων μερικά από τα οποία συνομολογεί και ο αρθρογράφος περιστασιακά στις «μέσα γραμμές» της δημοσίευσης. Η ποσοτική αυτή «έρευνα» δεν είναι έγκυρη για μια σειρά από λόγους, όπως μη τυχαιότητα και μη αντιπροσωπευτικότητα δείγματος, μεροληψία (bias) και μη εγκυρότητα κατασκευής ερωτηματολογίου (δομική και εννοιολογική). Το εργαλείο της έρευνας δηλαδή είναι ακατάλληλο και ίσως γι αυτό δεν υπάρχει αναφορά στην αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας (Cronbach’s alpha). Τα συμπεράσματά της λοιπόν δεν επιδέχονται καμιά γενίκευση και στην καλύτερη των περιπτώσεων εκφράζουν απλά και μόνο τους 53 συμμετέχοντες από το σύνολο των 950 εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Μεσσηνίας.
Ας δούμε μερικά από τα προβλήματα. Ακόμα και ο τίτλος της δημοσίευσης θα έπρεπε να ξαναγραφτεί αφού η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών φαίνεται να παρουσιάζεται ως ανεξάρτητη μεταβλητή και βρίσκεται σε ανακολουθία με όσα γράφονται στη συνέχεια στο κείμενο «Η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών εξαρτάται αποφασιστικά και από την επιτυχία του θεσμού των ΣΣ».
Η «έρευνα» σε μια προσπάθεια συγκρότησης ενός θεωρητικού πλαισίου για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, αναφέρεται περιοριστικά και παραπλανητικά μόνο στη συμβολή των Σχολικών Συμβούλων. Ωστόσο αυτή είναι μόνο ένας από τους πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, όπως:
• Προσωπικότητα
• Κίνητρα (εσωτερικά – εξωτερικά)
• Αυτό- αντίληψη για την εργασία που επιτελούν
• Ικανοποίηση από την εργασία τους
• Βαθμός αυτογνωσίας
• Ποιότητα των ευκαιριών επαγγελματικής ανάπτυξης
• Ηγεσία στη σχολική μονάδα
(Bolam,1990 ; Kremer-Hyon & Fessler,1991; Huberman,1995; Day,2003)
Επι πλέον, σύμφωνα με τον Μαυρογιώργο (2003) δείκτες που πρέπει να συνεξετάζονται ώστε να κατανοήσουμε το ζήτημα της επαγγελματικής ανάπτυξης και εξέλιξης των εκπαιδευτικών πληρέστερα είναι:
• Η άτυπη «μάθηση» στο επάγγελμα
• Η βασική επαγγελματική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών
• Η υποδοχή των νεοδιόριστων στο σχολείο
• Η επιμόρφωση (οι διάφορες μορφές της)
• Οι μεταπτυχιακές σπουδές και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες
• Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, αλλαγές και καινοτομίες
• Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση
• Η «εσωτερική» εκπαιδευτική πολιτική σχολικών μονάδων
• Οι συνθήκες και οι όροι εργασίας των εκπαιδευτικών
• Άλλες επαγγελματικές εμπειρίες υπο-απασχόλησης, ετερο-απασχόλησης
• Συμμετοχή σε συνδικαλιστικές, επιστημονικές και άλλες ενώσεις.
Οι εκπαιδευτικοί είναι ενεργά υποκείμενα στην υπόθεση της επαγγελματικής τους ανάπτυξης, μόνο που αυτή συντελείται στο πλαίσιο υλικών και θεσμικών δεσμεύσεων και κοινωνικών επικαθορισμών μια και αντιμετωπίζονται και ως αντικείμενα αλλαγής, επιτήρησης και ελέγχου» (Γ.Μαυρογιώργος, Οι Εκπαιδευτικοί και η επαγγελματική τους ανάπτυξη)
Γίνεται σαφές λοιπόν ότι η διαπραγμάτευση της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών ως μονομεταβλητή συνάρτηση των δράσεων των Σχολικών Συμβούλων είναι άστοχη και εξαιρετικά περιοριστική.
Από την άλλη, η εξαγωγή συμπερασμάτων με ποσοστά σε ένα τόσο μικρό δείγμα οδηγεί (όχι ηθελημένα πιστεύω) σε λάθος συμπεράσματα.
Για παράδειγμα και ενδεικτικά:
Στο άρθρο γράφεται ότι ποσοστό 36% περίπου που δηλώνουν «καθόλου ευχαριστημένοι» στο ερώτημα:
Α) Πόσο ευχαριστημένος/η είστε εσείς προσωπικά από τον θεσμό του Σχ.Σ. όπως αυτός έχει λειτουργήσει στην εκπαίδευση και στην δική σας ειδικότητα;
Όμως επιχειρώντας γενικεύσεις θα μπορούσε κανείς να πει ότι το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 0,02 ή 2% του συνόλου των 950 εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Μεσσηνίας ή στο 1% περίπου του συνόλου των εκπαιδευτικών της Μεσσηνίας , υποθέτοντας ισοπληθείς τις δύο βαθμίδες Α΄θμιας και Β΄θμιας ή στο 0,0001357 του συνόλου των εκπαιδευτικών !
Αντίστοιχες παρατηρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν για βαρύγδουπες εκφράσεις όπως: «Η τεράστια συχνότητα του ΟΧΙ, δεν εκπλήσσει….» που αναγράφεται στα σχόλια του ερωτήματος (Δ) της παρατιθέμενης «έρευνας».
Περεταίρω παρόλο που όπως γράφεται οι Σχολικοί Σύμβουλοι δεν «επιτρέπεται» να μπαίνουν στην τάξη, αναρωτιέται κανείς τι νόημα έχουν ερωτήματα όπως:
Δ) Έχει συμβεί, τουλάχιστον άπαξ, είτε από δική σας παράκληση είτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία, να έλθει να παρακολουθήσει το μάθημά σας Σχ.Σύμβουλο ειδικότητός σας;
Πολύ περισσότερο όταν διανθίζονται με προσωπικές, αμφισβητούμενες και οπωσδήποτε αυθαίρετες απόψεις του είδους:
« …αν αδειάζει ο ΣΣ, αν είναι εύκαιρος, αν μπορεί να το προγραμματίσει, αν υπάρχει «διαταγή μετακίνησης»
«Θα έπρεπε μάλλον η ερώτηση να ήταν σαφέστερη και κλειστή, του τύπου «πέρυσι το Σχ. Έτος 2016-17, πόσες φορές είδατε τον Σχ. Σύμβουλο ειδικότητάς σας;»
Ένα ακόμα από τα ερωτήματα στην ενότητα με τίτλο «τα «θέλω» των εκπαιδευτικών για τους Σχολικούς Συμβούλους» ήταν: «Να διαθέτουν σημαντική πραγματική εκπαιδευτική υπηρεσία μέσα σε τάξη».
Το ερώτημα αυτό φαίνεται ότι συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη συμφωνία των ερωτώμενων, δηλαδή περίπου 25 εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας (από τους 950) αλλά όπως και άλλα στερείται εγκυρότητας αφού είναι προφανής η διαφορετική νοηματοδότηση των λέξεων «σημαντική» και «πραγματική» από τα υποκείμενα της έρευνας.
Το ερώτημα όμως εκτιμώ ότι δεν επιλέχτηκε αυθαίρετα. Μεταφέρει ένα επιχείρημα που ακούγεται όλο και πιο συχνά τελευταία το οποίο αποθεώνει την εμπειρία εις βάρος της θεωρητικής γνώσης, χωρίς την οποία η εμπειρία είναι αδύναμη και εξαιρετικά περιορισμένης ισχύος. Σίγουρα δεν μπορεί να είναι το βασικό προσόν – κριτήριο επιλογής στελεχών με έργο την επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση στην εκπαίδευση.
Δύο επισημάνσεις ακόμα. Είναι γνωστό ότι η συρρίκνωση των επιστημονικών προσόντων και η μεγέθυνση συγκριτικά της εμπειρίας ήταν καθοριστικοί παράγοντες της μοριοδότησης στις πρόσφατες τελευταίες κρίσεις Διευθυντών Σχολικών Μονάδων. Ρυθμίσεις όμως σαν κι αυτές αδικούν προσοντούχους εκπαιδευτικούς και νέους συνάδελφους στην υπηρεσία. Ακόμα χειρότερα στην περίπτωση των Σχολικών Συμβούλων, το μεγαλύτερο μέρος της υπηρεσίας στη θέση Σχολικού Συμβούλου δεν θεωρήθηκε διδακτική υπηρεσία, εξατμίστηκε και δεν ελήφθη υπόψη !
Αντίστοιχες παρατηρήσεις έλλειψης εγκυρότητας και αυθαίρετης ερμηνείας μπορούν να γίνουν και για το ερώτημα (ΙΑ) που αναφέρεται στην «εκτίμηση-στάση εκπαιδευτικών προς το πρόσωπο του Σχολικού Συμβούλου», όπου φαίνεται ότι η κυρίαρχη συμφωνία αφορά στο «φοβάμαι» !!!
Πολλά ακόμα θα μπορούσε κανείς να σχολιάσει, όμως στόχος δεν είναι η αντιπαράθεση αλλά η προσπάθεια ανάδειξης των σαθρών αποτελεσμάτων τέτοιων οιονεί ερευνών που καμιά εγκυρότητα δεν έχουν, δεν επιδέχονται καμιά γενίκευση και δημιουργούν ερωτήματα στόχευσης. Ιδιαίτερα με εκφράσεις όπως: « Οι εκπαιδευτικοι θέλουν….», «Οι καθηγητές διαπιστώνουν….» κτλ.
Οι μέρες είναι ιστορικές για την εκπαίδευση με τις επιχειρούμενες αλλαγές και «έρευνες» όπως αυτή ασχέτως πρόθεσης δημιουργούν στρεβλές εντυπώσεις, συσκοτίζουν αντί να διαλευκάνουν το τοπίο και ενισχύουν τη ρητορική της κατάργησης του θεσμού.
Αν όλα εξελιχθούν σύμφωνα με το σχέδιο που έδωσε στη δημοσιότητα το ΥΠΠΕΘ ο θεσμός των Σχολικών Συμβούλων σε λίγες εβδομάδες θα είναι παρελθόν. Ναι, ο θεσμός έχει προβλήματα τα οποία όμως έχουν λύση και χρειάζεται βελτίωση η οποία μπορεί και πρέπει να γίνει αντί της κατάργησης.
Κύριε Πυλάλη
Το δείγμα δεν απορρίπτεται. Απλά είναι ακατάλληλο για γενικεύσεις κάτι που όπως θα διαβάσατε αποδέχεται πλήρως και ο Συνάδελφος Πλατάρος.
Συμπεράσματα που στηρίζονται σε ακατάλληλο δείγμα και ερωτηματολόγιο δεν είναι έγκυρα και δημιουργούν ανεξαρτήτως πρόθεσης στρεβλές εντυπώσεις. Πολύ δε περισσότερο όταν αναφέρονται σε ένα υπό κατάργηση θεσμό.
Η άρνηση συμμετοχής στην οποία αναφέρεστε έχει πολλαπλές ερμηνείες αλλά θα συμφωνήσω με το πνεύμα αρκετών από όσα γράφετε στη συνέχεια.
Η παγκόσμια εμπειρία και η ίδια η ζωή δείχνουν πως τα πράγματα προχωράνε με διορθώσεις και όχι με καταργήσεις.