Το πολλαπλό βιβλίο είναι περισσότερο ένα "σύνθημα" παρά μια χρήσιμη βελτίωση στην Εκπαίδευση.
Έχει απήχηση σε ανθρώπους που δεν είναι πολύ ενημερωμένοι (π.χ. η πλειοψηφία των γονέων) ενώ αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από ανθρώπους που γνωρίζουν (π.χ. εκπαιδευτικοί).
Το πολλαπλό βιβλίο είχε εφαρμοστεί κατά τη μεταρρύθμιση Αρσένη με μάλλον απογοητευτικά αποτελέσματα.
Μάλιστα, επειδή κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του υπήρχαν εξετάσεις και στην Β΄ και στην Γ΄ Λυκείου είχε δημιουργηθεί κυριολεκτικά ένα μπάχαλο με τα θέματα των εξετάσεων.
Αυτό που πραγματικά χρειάζεται κάθε μάθημα της Εκπαίδευσης είναι ένα (1) ΚΑΛΟ βιβλίο που θα λειτουργεί ως ΠΥΞΙΔΑ για τον μαθητή.
Τι εννοούμε όμως λέγοντας "ΚΑΛΟ" βιβλίο;
Είναι το βιβλίο που περιέχει επικαιροποιημένες και χρήσιμες επιστημονικές γνώσεις, είναι γραμμένο με σαφήνεια ώστε να είναι εύληπτο από τον αναγνώστη, οδηγεί τον μαθητή με επαγωγικό τρόπο στην κατάκτηση της γνώσης, περιέχει κατάλληλες ερωτήσεις και ασκήσεις ώστε να αξιολογείται η πορεία μάθησης και τέλος παρέχει επεκτάσεις μέσω Διαδικτύου ώστε ο ενδιαφερόμενος που θέλει να διευρύνει τις γνώσεις του να μπορεί να ξεκινήσει από κάπου.
Το να φτιάχνουμε πολλά βιβλία για το ίδιο αντικείμενο, δυσνόητα και με άχρηστες πληροφορίες (δυστυχώς η πλειοψηφία των σχολικών βιβλίων ανήκει σε αυτήν την κατηγορία), αυτό που καταφέρνουμε είναι η άσκοπη σπατάλη χρημάτων.
Σε προηγούμενη ανάρτηση, είχα θέσει το ερώτημα της "καταγωγής" του ενός και μοναδικού σχολικού βιβλίου.
Επειδή ίσως πολλοί να μη γνωρίζουν ή να μη θέλουν να γνωρίζουν περί αυτού του θέματος, παραθέτω συνοπτικά τα πιο κάτω:
..........
Ο νόμος 5045 «περί σχολικών βιβλίων» του 1931, με εισήγηση του τότε υπουργού παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, είναι μοναδικός στην ελληνική εκπαιδευτική ιστορία για τη στάση του απέναντι στη γνώση, στο διδακτικό βιβλίο και στη διαδικασία της μάθησης. Με το νόμο αυτό τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και ο μαθητής ενθαρρύνονται να χρησιμοποιήσουν και άλλα διδακτικά και βοηθητικά βιβλία, παράλληλα με το εγχειρίδιο, που συμβουλεύονται καθημερινά. Με τον τρόπο αυτό τους δίνεται η ευκαιρία να διακρίνουν και να σχολιάσουν διάφορες απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα, απομυθοποιείται ο τυπωμένος λόγος και βιώνεται το γεγονός ότι για το ίδιο ζήτημα μπορεί να υπάρχουν πολλές και πιθανόν αντικρουόμενες αντιλήψεις. Καταδικάζεται η παθητική αποδοχή και ενθαρρύνεται η ενεργητική και κριτική στάση δασκάλων και μαθητών, που παροτρύνονται να ερευνούν, ώστε να σχηματίζουν δική τους αντίληψη. Αναιρείται έτσι η αυθεντία των διδακτικών βιβλίων και παρέχεται η δυνατότητα κριτικής της παρεχόμενης γνώσης. Το εγχειρίδιο δεν αντιμετωπίζεται ως μοναδική και αλάνθαστη πηγή γνώσης προς απομνημόνευση, αλλά ως όργανο των μαθητών για την περαιτέρω έρευνα και μελέτη τους. Σε κάθε σχολείο δημιουργείται και σχολική βιβλιοθήκη για την οποία αγοράζονται δύο τουλάχιστον αντίτυπα όλων των εγκεκριμένων βιβλίων και κάθε είδους βοηθήματα.
Ο νόμος 5911 του 1937, που θεσμοθετείται από κυβέρνηση του Λαϊκού κόμματος, επαναφέρει το θεσμό της προκήρυξης διαγωνισμού για τη συγγραφή των διδακτικών βιβλίων. Οι προκηρύξεις ορίζουν την ποσότητα και την οικονομία της ύλης και συντάσσονται από κριτικές επιτροπές τις οποίες ορίζει ο υπουργός. Η υποβολή και κρίση των διδακτικών βιβλίων γίνεται ανά διετία και η έγκριση ισχύει επί μία τετραετία. Τα εγχειρίδια που εισάγονται στα σχολεία επιλέγονται βάσει του καταλόγου των εγκεκριμένων βιβλίων, που συντάσσει το Υπουργείο Παιδείας και καταργούνται οι διατάξεις για την αγορά διδακτικών βιβλίων και βοηθημάτων για τις σχολικές βιβλιοθήκες. Επαναφέρει δηλαδή τη συγκεντρωτική πολιτική και αυξάνει τον έλεγχο του υπουργού παιδείας στη διαδικασία συγγραφής και έγκρισης των εγχειριδίων.
Ο νόμος 5911 ίσχυσε ως τη δημοσίευση του αναγκαστικού νόμου 952 του 1937, με τον οποίο ιδρύθηκε ο Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ), που υπάγεται στην εποπτεία του υπουργού παιδείας και έχει σκοπό την έγκριση και διάθεση βιβλίων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από τα αναγνωστικά του δημοτικού μέχρι και τα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Το Υπουργείο Παιδείας μετά από πρόταση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εκπαιδεύσεως δημοσιεύει προκήρυξη για τη συγγραφή διδακτικών βιβλίων, στην οποία ορίζεται το είδος του βιβλίου, η τάξη για την οποία προορίζεται, η ποσότητα και η οικονομία της ύλης, η προθεσμία της υποβολής προς κρίση και το βραβείο που θα απονεμηθεί για κάθε είδος βιβλίου. Τα εγκεκριμένα βιβλία περιέρχονται στην κυριότητα του κράτους, ενώ από το σχολικό έτος 1938-1939 δεν επιτρέπεται η χρήση διδακτικών βιβλίων, που δεν έχουν εγκριθεί σύμφωνα με το νέο νόμο.
Μετά από έναν αιώνα συγκρούσεων και εναλλαγής του κρατικού μονοπωλίου και του ελεύθερου ανταγωνισμού ο αναγκαστικός νόμος 952 αποτελεί μια ακραία προσπάθεια ιδεολογικού ελέγχου της εκπαίδευσης από το κράτος. Εκφράζει τη διάθεση της κυβέρνησης Μεταξά να ελέγξει απόλυτα το περιεχόμενο των βιβλίων που φτάνουν στα χέρια των μαθητών και να τα προσαρμόσει στις δικές της αντιλήψεις περί αγωγής. Πολιτική του Οργανισμού ήταν ο αποκλειστικός έλεγχος της έκδοσης και διάθεσης των σχολικών βιβλίων. Την προηγούμενη εικοσαετία υπήρχε δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε περισσότερα εγκεκριμένα από το εκάστοτε Υπουργείο Παιδείας εγχειρίδια. Από δω και πέρα θα υπήρχε ένα σχολικό βιβλίο για όλα τα σχολεία, πολιτική που εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα. Το κράτος διασφάλιζε τον απόλυτο έλεγχο του σχολικού βιβλίου και ακύρωνε το κατοχυρωμένο από το 1917 δικαίωμα των εκπαιδευτικών να επιλέγουν το ανθολόγιο που θα χρησιμοποιήσουν, επαναφέροντας το ένα και μόνο «υποχρεωτικό βιβλίο».